Περιγραφή
Απόσπασμα από το βιβλίο
Η κοινότητα Μαζωτού βρίσκεται στη νοτιοδυτική ακτή της επαρχίας Λάρνακας, στην οποία υπάγεται διοικητικά. Πιο συγκεκριμένα το χωριό είναι κτισμένο δυτικότερα του ακρωτηρίου Κιτίου και του ποταμού «Πούζη», σε μια ημιορεινή τοποθεσία με μικρές και μεγάλες κοιλάδες, που τέμνονται από αρκετούς λόφους. Το μεγαλύτερο μέρος του οικισμού είναι κτισμένο σε πεδινό έδαφος, ενώ ένα μικρότερο βρίσκεται πάνω σε χαμηλά υψώματα. Στη βορειοδυτική όσο και στη νοτιοδυτική πλευρά δεσπόζουν δυο θαμνώδεις βουνοσειρές, που χαρίζουν ξεχωριστή ομορφιά στην κοινότητα.
Ο Μαζωτός απέχει γύρω στα 20 χιλιόμετρα από την πόλη της Λάρνακας, 55 χιλιόμετρα από τη Λευκωσία και 55 από τη Λεμεσό. Κάπου μισό χιλιόμετρο στη νότια του πλευρά, περνά ο παραλιακός δρόμος που συνδέει τη Λάρνακα με τη Λεμεσό, μέσω Ζυγίου. Δυο χιλιόμετρα νοτιότερα του δρόμου, βρίσκεται η θάλασσα του Μαζωτού, τα καταγάλανα νερά της οποίας σαγηνεύουν τον επισκέπτη. Στην ανατολική πλευρά, συνορεύει με την κοινότητα Κιτίου, η οποία απέχει γύρω στα 10 χιλιόμετρα. Στη δυτική πλευρά σε απόσταση 10 χιλιομέτρων βρίσκεται η Κοφίνου, ενώ στην ίδια πλευρά και σε αποσταση 5 χιλιομέτρων είναι η Αλαμινός. Βορειοδυτικά συνορεύει με την Αναφωτία, η οποία απέχει 5 χιλιόμετρα, βόρεια με την Απλάντα, που στις μέρες μας είναι ακατοίκητη και βορειοανατολικά με το Κιβισίλι, που είναι σε απόσταση 8 χιλιομέτρων.
Ο Μαζωτός είναι κτισμένος κοντά στους ποταμούς «Πούζη» και «Ξερόπουζο». Η κοίτη του πρώτου βρίσκεται περίπου δυο χιλιόμετρα στα βορειοανατολικά του χωριού, ενώ του δεύτερου δυόμισι χιλιόμετρα στα νοτιοδυτικά. Όλη η περιοχή γύρω από το χωριό, και σε μεγαλύτερη έκταση στ’ ανατολικά και δυτικά, είναι πεδινή. Αυτός είναι και ο κύριος λόγος, για τον οποίο αναπτύχθηκε η γεωργία σε όλα τα χωριά, της καλούμενης «δυτικής ακτής», της επαρχίας Λάρνακας. Για πολλές δεκαετίες, η οικιστική έκταση που καταλάμβανε η κοινότητα ήταν μικρή, με τον πυρήνα της να απλώνεται γύρω από τον ενοριακό ναό του Αγίου Γεωργίου. Μετά τα τραγικά γεγονότα του 1974, στο Μαζωτό εγκαταστάθηκε ένας σεβαστός αριθμός εκτοπισμένων από τις κατεχόμενες περιοχές, οι οποίοι αργότερα μετακινήθηκαν σε οικισμούς, που δημιούργησε το κράτος ή δημιούργησαν δικά τους σπίτια, με το σύστημα «αυτοστέγασης».
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, στο Μαζωτό παρουσιάστηκε κατακόρυφη αύξηση στη ζήτηση γης και ανέγερση μεγάλου αριθμού κατοικιών, ιδιαίτερα από ξένους που προτιμούν να έχουν μια δεύτερη κατοικία και να τη χρησιμοποιούν ως εξοχική. Το εύκρατο υγιεινό κλίμα, τα καθαρά και ρηχά νερά της θάλασσας, το ήρεμο και κατάφυτο με δέντρα, θάμνους και πρασινάδες τοπίο, αποτελούν μερικούς από τους λόγους, για τους οποίους υπάρχει προτίμηση απόκτησης στέγης στο Μαζωτό.
Η ακριβής χρονική περίοδος δημιουργίας του Μαζωτού δεν είναι γνωστή, αφού δεν υπάρχουν γι΄αυτό γραπτές μαρτυρίες. Φαίνεται όμως πως είναι ένα από τα παλαιότερα κυπριακά χωριά, που συνεχίζουν τη λειτουργία τους μέχρι σήμερα. Το συμπέρασμα εξάγεται από την αναφορά του Κύπριου χρονικογράφου Αρχιμανδρίτη Κυπριανού, στο μοναδικό έργο του «Ιστορία χρονολογική της νήσου Κύπρου», το οποίο ετοιμάστηκε το 1778 μ.Χ. Μέσα από τις σελίδες του εξακριβώνεται πως ο Μαζωτός υπήρχε τουλάχιστον από την Πρωτοβυζαντινή Περίοδο (4ος – 7ος αιώνας μ.Χ.) Σημειώνει ο Κυπριανός: «Μετά τον Μέγα Κωνσταντίνον (272 – 337 μ.Χ.) η Κύπρος διηρέθη εις Δεκατέσσαρας Επαρχίας, ή Περιοχάς, εις Πάφον, Αυδήμουν, Χρυσοχούν, Κουρίνεον ή Κοιλάνι, Επισκοπιώ, Νεμεσόν, Μαζωτόν, Αλικαίς, Μεσαορίαν, Λευκοσίαν ή Τριμυθούντα, Αμμόχωστον, Καρπάσιον, Κυρηνίαν και Πεντάγιαν ή Σολίαν». Η συγκεκριμένη διαίρεση ίσχυσε μέχρι και την αρχή της κατάκτησης του νησιού από τους Λουζινιανούς. Αργότερα οι Φράγκοι περιόρισαν τις επαρχίες σε δώδεκα, ανάμεσα στις οποίες συμπεριλαμβανόταν και πάλιν η επαρχία Μαζωτού.
Η λειτουργία του οικισμού στα χρόνια της φραγκοκρατίας πρέπει να θεωρείται βέβαιη, αφού μέχρι το 1307 μ.Χ, χρονολογία κατά την οποία οι Ναΐτες εκδιώχτηκαν από το νησί, το χωριό αποτελούσε κτήμα τους. Μετά τους Ναΐτες, αφέντες του Μαζωτού έγιναν οι Ιωαννίτες Ιππότες κι αυτό ύστερα από απόφαση της φράγκικης διοίκησης της Κύπρου. Ο οικισμός είναι σημειωμένος πάνω σε μεσαιωνικούς χάρτες ως «Masoto» ή «Μalsoto».
Η περιοχή του Μαζωτού ήταν ανάμεσα σε εκείνες, από τις οποίες περνούσε ο δρόμος που ένωνε το αρχαίο Κίτιο με την Αμαθούντα στα ρωμαϊκά χρόνια. Συγκεκριμένα ο περιφερειακός δρόμος, που ένωνε τις παράλιες πόλεις στα νότια της Κύπρου, περνούσε από το Κούριο, την Αμαθούντα, το Μαρώνι, το Μαζωτό, έφτανε στο Κίτιο και συνεχιζόταν μέχρι τη Σαλαμίνα. Στο Μαζωτό, όπως και το γειτονικό χωριό Μαρώνι, ανακαλύφτηκαν μιλιοδείκτες, μ’ επιγραφές (4ου αιώνα μ.Χ) που σημείωναν τις αποστάσεις. Ωστόσο δεν γίνεται κάποια αναφορά για το Μαζωτό κατά τη ρωμαϊκή περίοδο του νησιού, χωρίς όμως ν’ αποκλείεται η ύπαρξή του και στα χρόνια εκείνης της περιόδου, αφού λίγο αργότερα, επί Μεγάλου Κωνσταντίνου, αναφέρεται ως επαρχία της Κύπρου.
Την περίοδο της ενετοκρατίας του νησιού (1489μ.Χ.- 1570μ.Χ.), ο Μαζωτός αποτέλεσε ένα από τα δώδεκα διαμερίσματα της Κύπρου. Το διαμέρισμα περιλάμβανε 40 χωριά, με πληθυσμό 2454 πάροικους και 3249 απελεύθερους.
Πάροικοι ονομάζονταν οι πολίτες που εργάζονταν καταναγκαστικά, αρχικά δυο κι αργότερα τρεις φορές τη βδομάδα, στα κτήματα των φεουδαρχών. Ακόμα υποχρεώνονταν να πληρώνουν στο φεουδάρχη κάποιο χρηματικό ποσό και να του καταβάλλουν περίπου τα 4/10 της αγροτικής τους σοδειάς. Στους πάροικους επιτρεπόταν η εξαγορά της ελευθερίας τους, αλλά πολύ λίγοι απ’ αυτούς μπορούσαν να το πετύχουν, αφού δεν είχαν το αναγκαίο χρηματικό ποσό. Οι απελεύθεροι, που καλούνταν και «φραγκόματοι», είχαν λιγότερες υποχρεώσεις από τους πάροικους. Πρόσφεραν υποχρεωτική υπηρεσία-εργασία, όχι προς τους φεουδάρχες, αλλά προς το κράτος. Κάποιες μέρες του χρόνου εργάζονταν σε οχυρωματικά έργα, χωρίς αμοιβή. Οι απελεύθεροι έδιναν υποχρεωτικά ένα μέρος της γεωργικής τους παραγωγής στους ιδιοκτήτες των χωριών που βρίσκονταν τα κτήματά τους. Είναι γνωστό πως, κατά τη φραγκοκρατία, οι ξένοι αφεντάδες μοίραζαν τα κυπριακά χωριά στους Φράγκους ευγενείς, που έρχονταν για να ζήσουν στο νησί. Εκείνα τα χρόνια, οι περιφέρειες διοικούνταν από «Τσιβιτάνους», όπως ονομάζονταν οι διοικητές κατά την ενετοκρατία. Όπως αναφέρεται σε αρκετές πηγές, ο Τσιβιτάνος του Μαζωτού, καθώς κι εκείνοι των περιφερειών Πεντάγιας, Αυδήμου και Χρυσοχούς, ήταν Κύπριος ευγενής, ενώ των άλλων επαρχιών ήταν Ενετοί φεουδάρχες. Οι Κύπριοι ευγενείς εκλέγονταν από το «Μεγάλο Συμβούλιο» της Λευκωσίας. Για ιστορικούς λόγους, πιο κάτω παρατίθενται τα ονόματα των οικισμών, που βρίσκονταν στη διοικητική περιφέρεια του Μαζωτού και εξουσιάζονταν από «Τσιβιτάνο». Οι οικισμοί κατατάσσονται σε δύο κατηγορίες. Σε εκείνους που ερημώθηκαν και δε λειτουργούν και σ’αυτούς που βρίσκονται σε λειτουργία.
α) Οικισμοί που ερημώθηκαν: Ζευγαλατείον, Πραστιό. Βρίσκονταν στις όχθες του Βασιλοπόταμου, ανάμεσα στις κοινότητες Μαρί και Καλαβασός. Ασπροπόταμος, Καλαμούλι, Παμπουλάκια. Τα τρία αυτά χωριά βρίσκονταν στην ορεινή επαρχίας Λάρνακας, στη βόρεια πλευρά της Οδού και της Οράς. Κάπου εκεί κοντά, στα σύνορα με την κοινότητα Λάγιας, ήταν το χωριό Δικεφάλας. Πικνά και Νικηφόρου, ονομάζονταν δυο οικισμοί που ήταν κτισμένοι μεταξύ Λευκάρων και Σκαρίνου. Ανατολικότερα της Σκαρίνου και βορειότερα της Χοιροκοιτίας, δίπλα από τον ποταμό Πεντάσχοινο, ήταν ο οικισμός Μαραμπάς. Ανάμεσα στην Τόχνη και τη Χοιροκοιτία υπήρχε το χωριό Κουφή Πέτρα. Κοντά στη θαλάσσια ακτή και τα χωριά Άγιος Θεόδωρος και Μαρώνι, λειτουργούσε ο οικισμός Πεντάσχοινος. Μεταξύ Πεντάσχοινου και Μαζωτού βρισκόταν το χωριό Λατούρου. Μεταξύ Μαζωτού και Σοφτάδων ήταν κτισμένο το χωριό Άγιος Γεώργιος, ενώ πολύ κοντά στο Μαζωτό, ήταν το Κάτω Χωριό. Βορειότερα της Κοφίνου και σε μικρή απόσταση από αυτή, ήταν ο οικισμός Πιθαρούλλι. Αρκετά βορειότερα από το Πιθαρούλλι, όχι μακριά από το χωριουδάκι Δελίκηπος, βρισκόταν το χωριό Σιρκάτης, γνωστό κι από τον ομώνυμο ποταμό. Άλλος ένας οικισμός που διαλύθηκε μετά τα γεγονότα του 1963, ήταν το τουρκοκυπριακό χωριό Απλάντα.
β) Οικισμοί που βρίσκονται σε λειτουργία: Μαρί, Καλαβασός, Τόχνη, Χοιροκοιτία, Δράπια, Παρσάτα, Βάβλα, Ορά, Οδού, Μαρώνι, Ψεματισμένος, Σκαρίνου, Λεύκαρα, Άγιος Θεόδωρος, Κοφίνου, Δελίκηπος, Αλαμινός, Μαζωτός, Αναφωτία, Κιβισίλι, Αλεθρικό, Μεννόγια, Αγγλισίδες. Πρέπει να αναφερθεί πως τα μικρά χωριά Δράπια και Παρσάτα, παρόλο που δεν έχουν μόνιμους κατοίκους, οι ιδιοκτήτες μερικών σπιτιών, τα επιδιόρθωσαν και τα χρησιμοποιούν σαν εξοχικά.
Στα χρόνια της τουρκοκρατίας ο Μαζωτός κατοικήθηκε και από μικρό αριθμό Τούρκων. Η παρουσία των οθωμανών στην κοινοτητα μαρτυρείται από κάποιες πηγές, αλλά κι από την προφορική παράδοση, όπως διασώζεται στο στόμα των κατοίκων. Τα χρόνια της τουρκοκρατίας υπήρξαν ιδιαίτερα δύσκολα, αφού οι κατακτητές κατάκλεβαν και καταδυνάστευαν τους Έλληνες κατοίκους. Δεν κατέβαλαν καμιά προσπάθεια βελτίωσης του επιπέδου ζωής του λαού, αλλά αντίθετα καταδίωξαν την ελληνική παιδεία και την ορθοδοξία, βυθίζοντας το λαό στο σκοτάδι.