Περιγραφή
Πωλείται από την Εκκλησαστική Επιτροπή του Ιερού Ναού Τιμίου Προδρόμου Κόρνου
ΞΩΚΚΛΗΣΙ ΖΩΟΔΟΧΟΥ ΠΗΓΗΣ
Κάπου ένα χιλιόμετρο στα βορειοδυτικά του Κόρνου, σε μια ισοπεδωμένη βουνοπλαγιά, στην τοποθεσία «Φτελλέσσια», περιτριγυρισμένο από δασικά δέντρα, αγριελιές, ακακίες, αγριόθαμνους κι αγριολούλουδα, ορθώνεται το κάτασπρο εκκλησάκι της Ζωοδόχου Πηγής.
Αποτελεί κτίσμα των νεότερων χρόνων, αλλά σύμφωνα με μαρτυρίες που δόθηκαν από αυτόχθονες κατοίκους της κοινότητας, σε μέρος ψηλότερα του αγιάσματος – βρίσκεται πολύ κοντά στο εκκλησάκι, στην βορειοανατολική του πλευρά – υπήρχε παλαιότερα ναός μέσα σε σπηλιά. Αργότερα κτίστηκε διώροφο πλινθόκτιστο οικοδόμημα, το ισόγειο του οποίου μετατράπηκε σε ναό, στον οποίο τελούσε λειτουργίες ο ασκητής Διονύσιος – μετέπειτα μοναχός και ηγούμενος της Ιεράς Μονής Σταυροβουνίου. Ο Κύπριος ασκητής Διονύσιος που έφτασε στο νησί από το Άγιον Όρος, έμενε στο ανώγειο της οικοδομής, για μικρή σχετικά περίοδο, μέχρι που αποφάσισε κι εγκαταβίωσε οριστικά στη Μονή Σταυροβουνίου, όπου έθεσε και τα θεμέλια του κοινόβιου μοναχισμού στην Κύπρο. Γύρω στο 1915 – όπως μας αφηγήθηκε ο πρώην κοινοτάρχης Κόρνου κ. Κλεάνθης Λοϊζίδης – το ανώγειο κατέστη ετοιμόρροπο, γι’ αυτό κατεδαφίστηκε. Με πρωτοβουλία ενός Κορνιώτη, κατά το 1917 επιδιορθώθηκε το ισόγειο μέσα στο οποίο τελούνταν Θείες Λειτουργίες. Στη δεκαετία του 1940, μετά την καθιέρωση του νέου εκκλησιαστικού ημερολογίου, μια μικρή ομάδα Σταυροβουνιωτών μοναχών, με επικεφαλής τον Μελέτιο, αποχώρησαν από το μοναστήρι τους κι άρχισαν να λειτουργούν στο εκκλησάκι της Ζωοδόχου Πηγής, με βάση το παλιό ημερολόγιο. Η πράξη τους όμως δεν έγινε δεκτή από τον τότε ιερέα και την Εκκλησιαστική Επιτροπή Κόρνου, με αποτέλεσμα να αποχωρήσουν από εκεί και ν’ αναζητήσουν αλλού ιερό κτίσμα για τη τέλεση των λατρευτικών τους αναγκών.
Εκείνα τα χρόνια ο δραστήριος εφημέριος της κοινότητας μακαριστός Παπα – Γεώργιος, θέλησε να οικοδομήσει στο χώρο νέο εκκλησάκι, με σύγχρονα οικοδομικά υλικά, ώστε να αντέχει στη φθορά του χρόνου και των άσχημων καιρικών συνθηκών. Με τη βοήθεια των πιστών συγχωριανών του, μέσα από σοβαρές δυσκολίες, αφού το μέρος όπου κτίστηκε το εκκλησάκι, αρχικά ήταν δύσβατο κι ανηφορικό και δεν υπήρχαν οι σημερινές ευκολίες, κατάφερε να φέρει σε πέρας το χριστιανικό έργο που ανέλαβε.
Ο ναός της Ζωοδόχου Πηγής είναι μονόκλιτος, καμαρόστεγος και κεραμιδοσκέπαστος. Έχει σχεδόν όλο τον αναγκαίο εκκλησιαστικό εξοπλισμό, όπως εικονοστάσι που κοσμείται με μεγάλες και μικρές προσκυνηματικές εικόνες, αρκετά στασίδια, Αναλόγιο, Προσκυνητάρι και μπορεί οποιαδήποτε στιγμή, να δεχτεί ένα σεβαστό αριθμό εκκλησιαζομένων.
Το κυρίως εικονοστάσι του ναού είναι κατασκευασμένο από ξύλο, ενώ το άνω μέρος του, όπου είναι τοποθετημένες μικρές εικόνες του «Δωδεκαόρτιου», είναι φτιαγμένο από άσπρο μάρμαρο. Δίπλα από την Ωραία Πύλη – στην αριστερή της πλευρά, από τον κυρίως ναό – υπάρχει είσοδος πάνω στην οποία εικονίζεται ολόσωμος ο Αρχιστράτηγος των Άνω Δυνάμεων Μιχαήλ, που οδηγεί στο Άγιο Βήμα. Το δάπεδο της εκκλησίας είναι στρωμένο με μικρών διαστάσεων τετραγωνικά μάρμαρα. Κάπου στη μέση του ναού, πάνω σε ένα ξύλινο προσκυνητάρι, είναι τοποθετημένη η εικόνα της Ζωοδόχου Πηγής. Πάνω σ’ ένα δεύτερο προσκυνητάρι, που βρίσκεται στη μέση του βόρειου τοίχου, είναι τοποθετημένη μεγάλη εικόνα του Ιησού Χριστού.
Ο ναός έχει δυο εισόδους – μια στη δυτική και μια στη νότια πλευρά, καθώς και δυο ορθογώνιου σχήματος παράθυρα, στη βόρεια και νότια πλευρά. Το τσιμεντένιο καμπαναριό της Ζωοδόχου Πηγής, στήθηκε στο νοτιοανατολικό άκρο του ναού, κάπου δυο τρία μέτρα ψηλότερα της οροφής και φέρει ορειχάλκινο κώδωνα, δεμένο με χοντρή αλυσίδα και σχοινί. Δίπλα από το καμπαναριό, στη δεξιά του πλευρά, μια μικρή είσοδος, οδηγεί στο Άγιο Βήμα.
Περίπου είκοσι μέτρα βορειοανατολικά του ναού, είναι το Αγίασμα της Ζωοδόχου Πηγής και μια είσοδος σπηλιάς, μέσα στην οποία ασκήτεψε για κάποια περίοδο, ο ασκητής Διονύσιος.
Σε μαρμάρινη πλάκα εντοιχισμένη στο κάτω μέρος του νότιου εξωτερικού τοίχου, κοντά στη βάση του καμπαναριού, αναγράφονται με την ακόλουθη διάταξη τα εξής:
30 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1984
ΕΙΣ ΔΟΞΑΝ ΘΕΟΥ
ΕΘΕΜΕΛΙΩΣΕΝ
Ο ΚΙΤΙΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
Η θέα από το εκκλησάκι προς τη γύρω περιοχή – κυρίως τη νότια και νοτιοδυτική πλευρά, αφού οι άλλες είναι αθέατες, από τις βουνοπλαγιές που το αγκαλιάζουν – είναι πραγματικά πανοραμική. Από εκεί ψηλά φαίνεται σχεδόν ολόκληρη η κοινότητα Κόρνου, περιτριγυρισμένη από ομαλά, πευκόφυτα βουναλάκια και μεγάλους ελαιώνες.
Ο πρώτος ναός που αφιερώθηκε στη Ζωοδόχο Πηγή, κτίστηκε από τον αυτοκράτορα Λέοντα το Μεγάλο, κάτω από τις εξής συνθήκες: Όταν ο Λέων ήταν απλός πολίτης, οδηγούσε έναν άνθρωπο τυφλό κι αναζητούσε νερό μέσα σε κάποιο δάσος, για να ξεδιψάσει ο κουρασμένος τυφλός. Λυπημένος που δεν έβρισκε νερό, ενώ επέστρεφε μαζί με τον τυφλό, άκουσε μια φωνή να τον προσφωνεί «Βασιλεύ» και να του υποδεικνύει μέρος όπου θα βρισκε νερό. Η φωνή του είπε, από το νερό που θα βρει, να χρίσει τα μάτια του τυφλού.
Ο Λέων υπάκουσε κι όταν βρήκε νερό, έχρισε τα μάτια του τυφλού, ο οποίος αμέσως ανέβλεψε. Σε λίγο καιρό ο Λέων έγινε βασιλιάς. Βλέποντας τα όσα θαυμαστά του συνέβηκαν, ο αυτοκράτορας έκτισε ναό τον
Στο δυτικό άκρο της επαρχίας Λάρνακας, κάπου 35 χιλιόμετρα από αυτήν, εκεί που συνορεύει με την επαρχία Λευκωσίας, κοντά στα χωριά Πυργά, Μοσφιλωτή, Σια και Αλάμπρα, βρίσκεται η κοινότητα Κόρνου. Δημιουργήθηκε μέσα σ’ ένα πανέμορφο φυσικό περιβάλλον, σε μια λοφώδη περιοχή κατάφυτη από δασικά δέντρα, ελαιόδεντρα, θάμνους και άγρια βλάστηση. Η μεγαλύτερη έκταση των εδαφών της κοινότητας, διασχίζεται από τμήματα των ποταμών Τρέμιθου, Πούζη, Πεντάσχοινου και Ξεροπόταμου. Σε όλη την έκταση της επικρατεί εύκρατο, υγιεινό κλίμα, που κάνει τη ζωή των χωρικών πιο ευχάριστη κι αποδοτική, με αποτέλεσμα να κρατιούνται στη γενέθλια γη και να μην παρασύρονται από το ρεύμα της αστυφιλίας.
Σύμφωνα με αρκετές ενδείξεις, όπως αρχαία ευρήματα, ερειπωμένοι χώροι, παραδόσεις και άλλα, ο Κόρνος ιδρύθηκε από τα προχριστιανικά χρόνια – αφού , σύμφωνα με αφήγηση του πρώην κοινοτάρχη κ. Κλεάνθη Λοϊζίδη, σε αρκετές σπηλιές που υπάρχουν σε διάφορες τοποθεσίες γύρω από το χωριό, βρέθηκαν αγγεία και άλλα αντικείμενα, ενώ υπάρχουν ενδείξεις, πως κατά τα πρωτοχριστιανικά χρόνια, όταν η θρησκεία του Θεανθρώπου βρισκόταν υπό καταδίωξη από τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία – μέρος της οποίας αποτελούσε κι η Κύπρος – στις σπηλιές αυτές κατέφευγαν χριστιανοί για να τελέσουν τα λατρευτικά τους καθήκοντα, ή και να προφυλαχτούν από τους διωγμούς. Κοντά στον Κόρνο αναπτύχθηκε και το ανύπαρκτο πια χωριό, Καλοτρύγητη, το οποίο μαζί με κάποια άλλα της περιοχής (Δελίκηπος, Μοσφιλωτή, Κόρνος, Λύμπια), το έτος 1461, παραχωρήθηκαν σαν φέουδο από το Φράγκο βασιλιά της Κύπρου Ιάκωβο Β΄, στον φεουδάρχη Κωνστάντζο, ο οποίος πήρε και τον τίτλο του Αμηράλη της Κύπρου. Στην παρούσα εργασία θα αναφερθούμε σε γενικές γραμμές στην ιστορία της κοινότητας, αφού άλλωστε το αντικείμενο μας σε αυτή, είναι η εκκλησιαστική ζωή στον Κόρνο.
Το χωριό συναντάται σε κάποιες πηγές, κυρίως ξένων περιηγητών, οι οποίοι πέρασαν κατά καιρούς από το νησί και κατέγραψαν τις εντυπώσεις τους, σε βιβλία, εφημερίδες ή περιοδικά. Ένας από αυτούς ο Ισπανός Badiay Heyblich που έφερε το ψευδώνυμο Αλή Μπέη, όταν ήρθε στην Κύπρο το 1806, έγραψε για τον Κόρνο:
«Δεν μπόρεσα να πληροφορηθώ τίποτε για την προέλευση του χωριού. Πρέπει να είναι παλαιό. Μπορεί να περιέχει το πολύ τριάντα σπίτια. Η θέση του είναι πολύ ευχάριστη, στο μέσο μιας μικρής κοιλάδας γεμάτης ελιές και χαρουπιές. Σχεδόν όλοι οι κάτοικοι ασχολούνται με την αγγειοπλαστική. Τα γύρω βουνά είναι καλυμμένα με κυπαρίσσια που βλαστάνουν πυκνά σε συστάδες εδώ κι εκεί».
Το χωριό είναι παγκύπρια ξακουστό για τα ωραία πήλινα αγγεία, τα οποία φτιάχνουν ως σήμερα μερικοί κάτοικοί του, στο εργαστήρι της Εταιρείας Αγγειοπλαστών Κόρνου. Η αγγειοπλαστική τέχνη άρχισε στο χωριό πριν από πολλά χρόνια κι αποτελούσε βασικό επάγγελμα γι’ αρκετούς Κορνιώτες, μέχρι και τα μέσα του 20ου αιώνα, περίοδο κατά την οποία η τεχνολογία άρχισε να αντικαθιστά τον πηλό με άλλα υλικά, όπως το πλαστικό και το γυαλί, με αποτέλεσμα η αρχαία αυτή τέχνη ν’ αρχίσει να παρακμάζει και σχεδόν να εγλκαταλειφθεί. Στις μέρες μας οι αγγειοπλάστες του χωριού φτιάχνουν γλάστρες, κούζες, πιθάρια, καπνιστήρια, βάζα, σταμνιά κ.α. Στην πανελλήνια έκθεση αγγειοπλαστικής που οργανώνεται κάθε χρόνο στο Αμαρούσι της Αττικής, η Εταιρεία Αγγειοπλαστών Κόρνου, πήρε πρώτα βραβεία και διακρίσεις.
H Γερμανίδα συγγραφέας Magda Schonher – Ohnefalsch Richter η οποία έφτασε στην Κύπρο το 1894 και παρέμεινε σ’ αυτή για οκτώ χρόνια, δηλαδή μέχρι το 1912, στο βιβλίο της «Ελληνικά ήθη και έθιμα στην Κύπρο» που κυκλοφόρησε στη γερμανική γλώσσα το 1913 και σ’ ελληνική μετάφραση το 1994, έγραψε για την αγγειοπλαστική στον Κόρνο:
«Τα αγγειοπλαστεία του Κόρνου δουλεύουν όπως και αυτά του Φοινιού, με τον ίδιο διαχωρισμό των φύλων, την ίδια τεχνική και τον ίδιο πηλό. Παρόλα όμως αυτά ο πηλός του Κόρνου και τα αγγεία που κατασκευάζονται από αυτόν, έχουν μια ιδιότητα, η οποία είναι περιζήτητη στο ζεστό καλοκαρινό κλίμα της Κύπρου. Ο πηλός επιτρέπει στο νερό να διαρρέει. Κατασκευάζουν τις μεγάλες και στρογγυλές αυτές νεροκανάτες, όπως και τις μικρές που σχεδόν δεν έχουν πόδι, με πολύ χοντρά τοιχώματα. Οι μικρές και μεγάλες κούζες γεμάτες από νερό, τοποθετούνται στο ύπαιθρο. Έτσι, η εξάτμιση γίνεται κατά τη διάρκεια όλης της νύκτας και ένα ελάχιστο ρεύμα αέρος είναι αρκετό για να εξασφαλίζει το πρωί, ακόμη και όταν η ζέστη είναι μεγάλη, ένα εξαιρετικά κρύο νερό, του οποίου ένα μέρος έχει διαρρεύσει και εξατμιστεί σιγά – σιγά. Όταν κάποιος τοποθετήσει το απόγευμα, στη σκιά, σε ένα δροσερό μέρος του σπιτιού μια γεμάτη κανάτα από νερό του πρωινού, εξασφαλίζει έτσι ένα δροσιστικό ποτό για όλη τη μέρα. Τύλιγα επίσης γύρω από τη δική μας νεροκανάτα ένα κομμάτι λινό ύφασμα και την τοποθετούσα μέσα σε βαθύ πιάτο στην ταράτσα του ανωγίου. Το πρωί υπήρχε περισσότερο νερό μέσα στο πιάτο, από ότι χωρούσε».
Οι ελάχιστοι που εναπέμειναν στο επάγγελμα και κατασκευάζουν χειροποίητα πήλινα αγγεία, τα διαθέτουν στην αγορά για να πωλούνται από εμπόρους και καταστηματάρχες, βασικά ως «σουβενίρ», αφού ο τρόπος ζωής των ανθρώπων έχει αλλάξει ριζικά.
Περιερχόμενος κάποιος τον Κόρνο, αντικρύζει στο κέντρο του παλιού χωριού, τον ιστορικό ενοριακό ναό του Τιμίου Προδρόμου, ενώ μισό χιλιόμετρο στην ανατολική του πλευρά, σε ένα μεγάλο, ανοικτό χώρο, που γειτνιάζει με δεκάδες νεόκτιστες κατοικίες ντόπιων κι εκτοπισμένων από κατεχόμενα μέρη του νησιού, βρίσκεται προς το τέλος της ολοκλήρωσής του, ένας νέος, ογκώδης, εντυπωσιακής αρχιτεκτονικής, περίτεχνα κατασκευασμένος και με βυζαντινή μεγαλοπρέπεια, ναός του προστάτη αγίου της κοινότητας Τιμίου Προδρόμου. Στην οικοδόμηση του εκκλησιαστικού λατρευτικού χώρου, οδήγησε η συνεχής πληθυσμιακή αύξηση της κοινότητας, καθώς και η στενότητα χώρου του παλιού ναού, πράγματα που δυσκόλευαν την άνετη τέλεση των Θείων Λειτουργιών και των ιερών Μυστηρίων.
Όπως μας εξήγησαν οι εφημέριοι Οικονόμος Αντώνιος Ιωακείμ και Πατήρ Κωνσταντίνος Χαραλάμπους, για την ευόδωση του θεάρεστου χριστιανικού κτίσματος, καταβλήθηκαν επίπονες συστηματικές προσπάθειες, οι οποίες ευτυχώς είχαν αίσιο τέλος.
Μέσα στην κοινότηατα υπάρχει ακόμα ένας μικρός ναός, αφιερωμένος στον Άγιο Σπυρίδωνα, στον οποίο τελούνται λειτουργίες από χριστιανούς που παρέμειναν πιστοί στο παλιό εκκλησιαστικό ημερολόγιο.
Σε διάφορες τοποθεσίες – κοντινές και μακρινές – οι θεοσεβείς κάτοικοι του Κόρνου, έκτισαν σε διαφορετικές εποχές, ξωκκλήσια, για να τιμήσουν κάποιους αγίους και να τα επισκέπτονται για προσκύνηση, προσευχή και ν’ ανάβουν το κερί της ευχαριστίας τους. Ξωκκλήσια παλιά όπως του Αγίου Γεωργίου Σσωπόταμου, του Αγίου Γεωργίου του Στρατηλάτη (κοντά στον παλιό αυτοκινητόδρομο Μοσφιλωτής – Κόρνου) καθώς και παρεκκλήσια νεότερα, όπως της Ζωοδόχου Πηγής, του Αγίου Αλεξάνδρου και του Αποστόλου Λουκά (ενσωματωμένο στο νεόκτιστο ναό του Τιμίου Προδρόμου), προσδίνουν θεία χάρη και ομορφιά στην συνεχώς αναπτυσσόμενη κοινότητα.
Στον Κόρνο υπήρχε παλαιότερα και μετόχι της ιεράς Μονής Σταυροβουνίου, χωρίς όμως ναό. Τούτο αποτελείτο μόνο από ένα σπίτι, το οποίο δώρισε στο μοναστήρι του Σταυροβουνιού, μια άτεκνη Κορνιώτισσα, μετά το θάνατο του συζύγου της. Όταν η ιερά Μονή βρέθηκε σε δύσκολη οικονομική θέση, ο τότε ηγούμενος της Βαρνάβας (1902 – 1948), δανείστηκε χρηματικό ποσό από τον Μιχαήλ Παπαδόπουλο από τον Κόρνο, υποθηκεύοντας σε αυτόν, το σπίτι της Μονής. Με την παρέλευση της προθεσμίας του ενυπόθηκου δανείου, η Μονή δεν μπόρεσε να εξοφλήσει το δάνειο, γι’ αυτό, το σπίτι πέρασε στα χέρια του πιο πάνω δανειστή.
οποίο αφιέρωσε στη Ζωοδόχο Πηγή. Σε αυτόν γίνονταν πάρα πολλά θαύματα θεραπείας διαφόρων ασθενειών και μάλιστα σε βασιλιάδες, όπως τον Ιουστινιανό, το Ρωμανό και το Λέοντα Σοφό.
ΞΩΚΚΛΗΣΙ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ (ΣΣΩΠΟΤΑΜΟΥ)
Στη νοτιοδυτική πλευρά του Κόρνου και σε απόσταση περίπου πέντε χιλιομέτρων από αυτόν, όχι μακριά από την γειτονική μικρή κοινότητα Δελίκηπος είναι κτισμένο ξωκκλήσι, αφιερωμένο στον Τροπαιοφόρο Μεγαλομάρτυρα Άγιο Γεώργιο. Κοντά του φτάνει κάποιος, χρησιμοποιώντας τον αυτοκινητόδρομο Κόρνου – Λευκάρων. Κάπου μισό χιλιόμετρο στα ανατολικά του οικισμού Δελίκηπος, ένας χωματένιος αγροτικός πλαγιόδρομος, σε οδηγεί στο εκκλησάκι του Σσωπόταμου, το οποίο βρίσκεται ενάμισυ χιλιόμετρο από τον πιο πάνω αναφερόμενο αυτοκινητόδρομο. Το εκκλησάκι φέρει την επωνυμία «του Σσωπόταμου» επειδή γειτνιάζει με μικρό ποτάμι, που διαπερνά σε κοντινή απόσταση στη νοτιοανατολική του πλευρά.
Η φύση γύρω από το ξωκκλήσι είναι πανοραμική. Ένας χώρος κατάφυτος από δασικά δέντρα, κυρίως πεύκα, αλλά κι αρκετά ελαιόδεντρα. Πίσω από αυτά, στη βορειοδυτική πλευρά, απόκρημνα γυμνά βουνά, στέκουν σαν άγρυπνοι φύλακες του ερημικού ξωκκλησιού. Το εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου Σσωπόταμου ανοικοδομήθηκε «εκ βάθρων» το έτος 1988. Στο ίδιο μέρος υπήρχε παλιό εκκλησάκι, το οποίο καταστράφηκε, αφού δεν έτυχε καμμιάς φροντίδας και παρέμεινε κυριολεκτικά για χρόνια, στο έλεος των καιρικών συνθηκών, που μαζί με τον ανθρώπινο παράγοντα, συνέβαλαν στην ουσιαστική κατερείπωση του.
Ευτυχώς πριν από είκοσι περίπου χρόνια, δυο ενάρετες χριστιανές από τον Κόρνο, ανέλαβαν την πρωτοβουλία ανοικοδόμησης του ναού. Έτσι με το έμπρακτο ενδιαφέρον και την οικονομική συνεισφορά της μακαριστής Μαρίας Ευαγόρου Χαγκού και της Ανδρονίκης Σόλου Χαραλάμπους, ο ναός ξανακτίστηκε το έτος 1988 με νέα αρχιτεκτονική μορφή.
Είναι μονόκλιτος, με αμφικλινή κεραμιδένια στέγη κι έχει μαρμάρινο πάτωμα. Στη δυτική πλευρά κατασκευάστηκε νάρθηκας, ο οποίος συγκοινωνεί με τον κυρίως ναό, με μια μεγάλη ανοικτή πόρτα. Το εικονοστάσι είναι ξύλινο και κοσμείται με λίγες μεγάλες προσκυνηματικές εικόνες.
Όση ώρα βρίσκεσαι στο χώρο που είναι το ξωκκλήσι, δεν θέλεις ν’ αποχωριστείς το πανέμορφο και κατά πάντα ξεκούραστο περιβάλλον, που ζώνει όλη τη γύρω περιοχή. Ο καθαρός αέρας, φιλτραρισμένος από τα φύλλα του πεύκου και της ελιάς, αναζωογονεί σωματικά και ψυχικά τον κάθε επισκέπτη και μια πολυπόθητη για τον καθένα ηρεμία, επικάθεται στον εσωτερικό σου κόσμο.