Προσφορά!

Από τα Ωραιότερα Παραμύθια της Κύπρου

12.00

Κατηγορία:

Περιγραφή

 Στο βιβλίο περιλαμβάνονται τα εξής Παραμύθια: 

  1. Οι τρεις βρύσες
  2. Οι τρεις συμβουλές
  3. Η αλεπού κι ο θρούμπος
  4. Τα δώρα του πατέρα

Ένα παραμύθι από το βιβλίο

Τα δώρα του πατέρα

 Μια φορά κι ένα καιρό  ήταν ένας φτωχός άνθρωπος που είχε τρεις γιους.   Σαν πλησίασε το τέλος της ζωής του κάλεσε τα παιδιά κοντά του.  Πρώτα μίλησε στο μεγαλύτερο και είπε:

– Τι θέλεις να σου δώσω παιδί μου, την ευχή μου που θα σε βοηθήσει να βρεις το «βόδι το χρυσοκέρατο» ή την κατάρα μου και χίλιες λίρες;

–  Την κατάρα σου και χίλιες λίρες να μου δώσεις πατέρα, απάντησε ο γιος του χωρίς κανένα δισταγμό.

Ύστερα ρώτησε το δεύτερο γιο, μα και αυτός απάντησε το ίδιο. Τελευταία ρώτησε το μικρότερο, ο οποίος του είπε:

– Την ευχή σου, για να βρω «το βόδι το χρυσοκέρατο».

Μετά από λόγο καιρό  ο πατέρας τους πέθανε.  Ο μικρότερος ζήτησε από τα αδέρφια του να του δώσουν λίγα χρήματα, αλλά εκείνα αρνιόντουσαν.

Μια μέρα, ο μικρότερος έφυγε από το σπίτι και πήρε το δρόμο γι’ άλλους τόπους.  Σαν περπατούσε βρήκε μια δεξαμενή κάτω από ένα ψηλό δέντρο, γεμάτη βρώμικο νερό.  Αφού την καθάρισε καλά,  μετά σκαρφάλωσε πάνω στο δέντρο.  Σε λίγο η δεξαμενή γέμισε με μπόλικο νερό.  Γύρω στο μεσημέρι έφτασε εκεί μια αγελάδα με εκατό και ένα δαμαλάκια.  Αφού ήπιε νερό η αγελάδα και τα δαμαλάκια της είπε:  – Αν ήξερα ποιος μου έκανε αυτό το καλό, θα του έκανα κι εγώ ένα μεγαλύτερο!

Όταν άκουσε αυτά τα λόγια το παιδί που καθόταν πάνω στο δέντρο της απάντησε:

– Εγώ σου έκανα αυτό το καλό!

– Κατέβα κάτω να σε γνωρίσω του είπε τότε η αγελάδα.

Το παιδί της απάντησε πως θα κατέβαινε, μόνο αν του έλεγε πού θα έβρισκε το «βόδι το χρυσοκέρατο».   Το «βόδι το χρυσοκέρατο» ήταν ένα βόδι με χρυσά κέρατα και βρισκόταν ανάμεσα στα εκατό ένα δαμαλάκια της.

Η αγελάδα δέχτηκε να του το χαρίσει και τότε το παιδί κατέβηκε από το δέντρο.  Πήρε το βόδι και ξεκίνησε να πάει στο σπίτι του.  Στο δρόμο το βόδι του είπε:  –  Θέλω να με πάρεις κάτω στη θάλασσα. Εκεί θα είναι ακόμα ένα μαύρο βόδι. Θα παλέψω μαζί του.  Αν με νικήσει θα χαθώ.  Αν όμως το νικήσω, τότε και τα δυο μαζί θα σου χαρίσουμε ένα ολόχρυσο αμάξι.

Έτσι και έγινε.  Το βόδι το χρυσοκέρατο κέρδισε στην πάλη και σε λίγο, τα δυο βόδια βρέθηκαν να σέρνουν ένα χρυσό αμάξι.  Ενώ περνούσαν έξω από το παλάτι του βασιλιά, τους είδε η βασιλοπούλα και ζήλεψε.  Αμέσως φώναξε τον πατέρα της κι ο βασιλιάς με τη σειρά του φώναξε το παιδί.

– Έλα κοντά μου παιδί μου και σε θέλω.

Το παιδί πλησίασε και ο βασιλιάς του είπε:  – Θέλω να βάλουμε ένα στοίχημα. Έχω μια δεξαμενή γεμάτη νερό.  Αν ως αύριο το πρωί, μπορέσουν τα βόδια σου και πιούνε όλο το νερό, θα σου δώσω την κόρη μου για γυναίκα σου.  Αν όμως όχι,  θα μου δώσεις το αμάξι με τα βόδια.

Το παιδί δέχτηκε και από εκείνη την στιγμή άρχισε το στοίχημα.  Το βόδι το χρυσοκέρατο μούγκρισε πολύ δυνατά κι έφτασαν κοντά του η αγελάδα με τα εκατό ένα δαμαλάκια της.  Μέχρι το πρωί ήπιαν όλο το νερό από τη δεξαμενή και το παιδί κέρδισε το στοίχημα!

Ο βασιλιάς τότε, έβαλε και δεύτερο και τρίτο στοίχημα, αλλά σε όλα κέρδιζε το παιδί.  Έτσι, αφού ο βασιλιάς δεν μπορούσε να πάρει πίσω το λόγο του, πάντρεψε την όμορφη βασιλοπούλα του με το παιδί που είχε τα βόδια και τη χρυσή άμαξα.

Κι έζησαν εκείνοι καλά χρόνια πολλά, κι εμείς καλύτερα!