Από τότε που οι άνθρωποι έφτιαξαν οικισμούς, άρχισαν να ασκούν κάποια επαγγέλματα που σχετίζονταν βασικά με την εξεύρεση και παραγωγή της τροφής τους, την κατασκευή όπλων και εργαλείων.

Οπλουργοί: Οι αρχαίοι Κύπριοι ήταν ονομαστοί οπλουργοί αμυντικών αλλά και επιθετικών όπλων. Κατασκεύαζαν θώρακες, περικεφαλαίες, κράνη, δόρατα, ξίφη, περικνημίδες, πολεμικά μαχαίρια και άρματα.

– Ο  Όμηρος πληροφορεί ότι, ο βασιλιάς της Πάφου Κινύρας χάρισε στον αρχιστράτηγο Αγαμέμνωνα, περίφημο θώρακα που τον πήρε μαζί του στο τρωϊκό πόλεμο.

– Ο Πλούταρχος αναφέρει πως στη διάρκεια του πολέμου των Ροδίων, πρεσφέρθηκαν στο Δημήτριο Πολιορκητή, δυο θώρακες σιδερένιοι βάρους 40 μνάδων ο  καθένας, δηλαδή κάπου 47 κιλά.

– Ένα μεγάλο πολεμικό μαχαίρι δόθηκε ως δώρο στο βασιλιά Αλέξανδρο από το βασιλιά του Κιτίου. Ο Μέγας Αλέξανδρος χρησιμοποιούσε συχνά το μαχαίρι στις μάχες που έπαιρνε μέρος.

– Ο Αρριανός στο έργο του Κύρου Ανάβασις, σημειώνει ότι, στην πολιορκία της Τύρου που έγινε από το Μ. Αλέξανδρο, πήραν μέρος αρκετοί Κύπριοι μηχανικοί, που κατασκεύασαν πολλές πολιορκητικές μηχανές.

– Αιγυπτιακή μαρτυρία αναφέρεται σε κυπριακά πολεμικά άρματα. Το 1600 π.Χ., όταν ο βασιλιάς της Αιγύπτου Τουθμόζης Γ΄, πολεμούσε στη Χαναάν, πήρε ως λάφυρα πολέμου, χρυσές και αργυρές άμαξες που κατασκευάστηκαν στην Κύπρο.

Υφαντές: Οι Κύπριοι έφτιαχναν υφαντά από ντόπιες πρώτες ύλες, κυρίως από λινάρι. Οι τεχνίτες που ασχολούνταν με την ύφανση λινών, ονομάζοντα Λίνυφοι. Μεγάλη φήμη είχαν οι Σαλαμίνιοι υφαντές Ακεσάς και ο γιος του Ελικών, οιοποίοι ανέβασαν πού ψηλά το όνομα της κυπριακής υφαντικής. Ο Ακεσάς και ο Ελικών ύφαναν πέπλο που σήμερα βρίσκεται στους Δελφούς. Οι ίδιοι έφτιαξαν και το πέπλο της θεάς Αθηνάς που χρησιμοποιείτο στα Παναθήναια. Έργο τους ήταν και μια χλαμύδα την οποία δώρισαν στο βασιλιά Αλέξανδρο οι κάτοικοι της Ρόδου. Τη φορούσε στις μάχες και ηταν μεγαλοπρεπέστερη από όλο τον οπλισμό. Να σημειωθεί ότι, στα χρόνια της Φραγκοκρατίας (1192 -1489) η Κύπρος ήταν μεγάλο κέντρο εργαστηριακής παραγωγής υπερπολυτελών μεταξωτών υφαντών, καθώς και χρυσοΰφαντων. Στο νησί παράγονταν τα 9 απο τα 14 είδη υφαντικής πολυτελείας του τότε γνωστού κόσμου. Το υφαντό που η Κύπρος κατείχε την πρώτη θέση ήταν το περίφημο «καμελό», με το οποίο οι ευρωπαϊκοί οίκοι μόδας, έραβαν φορεσιές σε βασιλιάδες και ευγενείς. Παράγονταν απο κόκκινο ή άσπρο μαλλί κατσίκας.

Αρωματοποιοί: Οι Κύπριοι τα αρώματα τα έφτιαχναν από τους ανθούς, τα φύλλα, τα κλαδιά των δέντρων, από ρίζες, ξύλα και καρπούς. Στο νησί ευδοκιμούσε το άνθος χεννά, από το οποίο οι αρωματοποιοί, έφτιαχναν την ομώνυμη βαφή. Χρησίμευε για το βάψιμο μαλλιών και άλλων μερών του γυναικείου σώματος.

Κολακεία: Από τα χρόνια της αρχαιότητας στην Κύπρο, συναντούνται κάποια σπάνια επαγγέλματα. Ένα από αυτά ήταν η κολακεία. Οι άνδρες που ασκούσαν το επάγγελμα ονομάζονταν Κόλακες και οι γυναίκες κολακίδες. Αυτοί εξυπηρετούσαν βασιλικά συμφέροντα κατασκοπεύοντας το λαό. Ξεκίνησαν από τη Σαλαμίνα και επεκτάθηκαν σε όλη την Κύπρο. Ήταν χωρισμένοι σε δυο κατηγορίες: Τους Γεργίνους και τους Προμάλαγγες. Οι Γεργίνοι ήταν απόγονοι του Τρώα Γεργίνου και ήταν οι κόλακες  που διενεργούσαν την πραγματική κατασκοπία. Ήταν ντυμένοι με συνηθισμένα ρούχα και χωρίς να γίνονται αντιληπτές οι προθέσεις τους, όλη μέρα τριγυρνούσαν στις αγορές, τα μαγαζιά, όπου γίνονταν συναθροίσεις και κρυφάκουαν, μεταφέροντας στη συνέχεια τις πληροφορίες στο παλάτι. Εκεί οι πληροφορίες αξιολογούνταν από τους Προμάλαγγες, οι οποίοι αποφάσιζαν αν κάποιες από αυτές χρειάζονταν περαιτέρω διερεύνησης. Ακριβοπληρώνονταν και από τη θέση τους αυτή, καταξιώνιονταν να πάρουν ψηλότερες θέσεις.

Κολακίδες ή κλιμακίδες: Έσκυβαν το κορμί τους για να ανεβούν οι βασίλισσες πάνω στις άμαξες. Έκαναν το σωμα τους κλίμακα (σκάλα) γι’ αυτό ονομάζονταν και κλιμακίδες. Από την Κύπρο η κολακεία διαδόθηκε και σε άλλες χώρες(Κλέαρχος Σολεύς φιλόσοφος)

Καλαθοπλέκτες: καλάθια, κοφίνες, κοφινάρκα. Από τις ποκαλάμες έφτιαχναν τσέστους. Από τα σκλινίτζια βρουκάλια, ταλάρκα.

Με τον σύγχρονο τρόπο ζωής χάθηκε ο παραδοσιακός. Μέσα στις τρομακτικές αλλαγές που έγιναν στον κόσμο, ορισμένες μορφές εξαφανίστηκαν. Όταν τα ζώα έπαψαν  να αποτελούν συγκοινωνιακό και μεταφορικό μέσο, έσβησαν και κάποια επαγγέλματα, όπως του ονηλάτη, του αμαξά, του πεταλλωτή, του στρατουρά, του πανδοχέα, κ.ά. Και όταν με την πλαστική ύλη άρχισε η κατασκευή διαφόρων αντικειμένων, τερματίστηκαν άλλα επαγγέλματα, όπως του καλαθοπλέκτη, του αγγειοπλάστη. Ακόμα και τα Μέσα Μαζικής Ενημέωσης επηρέασαν ώστε να σβήσουν επαγγέλματα, όπως του ντελάλη, αφού οι αγοραπωλησίες και η γνωστοποίηση θεαμάτων, γίνεται μέσω εφημερίδων, ραδιοφώνου ή τηλεοράσεως. Ένεκα των Μ.Μ.Ε. έσβυσε και το επάγγελμα του καραγκιοζοπαίχτη.

Στην προβιομηχανική κοινωνία, οι λαϊκοί τεχνίτες υπήρξαν οι φορείς και εκφραστές μιας χειρονακτικής εργαστηριακής δραστηριότητας, που επεξεργάζονταν πρώτες ύλες και ημικατεργασμένα υλικά. Καμιά από τις παραδοσιακές τέχνες, δεν επιζεί πια, με την παλιά της μορφή.

Από τα επαγγέλματα της αρχαιότητας μέχρι και των νεότερων χρόνων αναφέρουμε τα αακόλουθα:

Αγγειοπλάστες (τέχνη πανάρχαια που συνεχίστηκε μέχρι και τον 20ο αιώνα, ως κύριο επάγγελμα), Αγαλματοποιοί (αφιέρωναν στους ναούς αγαλμάτινα ειδώλια) Ναυπηγοί – καραβομαραγγοί (αφού ο δασικός πλούτος της Κύπρου ήταν ανεξάντλητος). Κεραμείς, Σαροθρωποιοί (έφτιαχναν σάρωθρα – σκούπες, σαρκές), Αμαξηλάτες, Ονηλάτες (ήταν οδηγοί ζώου, αλόγου ή γαϊδουριού, στο οποίο μετέφεραν επί πληρωμή ανθρώπους), Θρουμποπώληδες, Πανδοχείς, Πεταλλωτές, Στρατουράδες, Λακκοτρύπες, Σκαρπάρηδες (πήραν το όνομα τους απο τις σκάρπες, ενώ οι τσαγκάρηδες από τη βυζαντινή λέξη «τσαγκίον»), Πετροκόποι, Ντελάληδες, Παπλωματάδες, Λούστροι, Νεροφόροι, Γανωματήδες, Καραγκιοζοπαίχτες, Μαμμού, Πιξιαξήδες (μαχαιροποιοί), Αγροφύλακες, Καζαντζήδες (χαλκωματάδες), Ταλιαδώροι (ξυλογλύπτες), Βυρσοδέψες (γναφκιάδες), Λαϊκοί οργανοπαίχτες, Πλανώδιοι πωλητές, Ποιητάρηδες, Καρεκλάδες.