ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΠΕΤΟΥΝΤΑ

Κάπου ενάμισι χιλιόμετρο στη νότια πλευρά του Μαζωτού και σε μικρή απόσταση από τη θάλασσα, είναι κτισμένα δυο ξωκλήσια, παλιό και νεότερο, αφιερωμένα στην Παναγία, την επονομαζόμενη «Πετούντα». Η Παναγία η «Πετούντα» είναι ένα προσωνύμιο, για την προέλευση του οποίου υπάρχουν δυο – τρεις εκδοχές. Η τοποθεσία που είναι κτισμένα τα εκκλησάκια καλείται «Πετούντα» και στο ίδιο μέρος, σύμφωνα με τοπική παράδοση, στα χρόνια της αρχαιότητας υπήρχε οικισμός, ίσως με την ίδια ονομασία. Μάλιστα οι κάτοικοι του Μαζωτού μιλούν για ύπαρξη ειδωλολατρικού ναού της Αφροδίτης, κτισμένου σε διπλανό ύψωμα, εκεί που πρόσφατα οικοδομήθηκε το νέο ξωκλήσι της Παναγίας Πετούντας. Σύμφωνα και πάλι με αναφορές κατοίκων του χωριού, στη συγκεκριμένη τοποθεσία ανακαλύφθηκε «υδρία», στο ασυνήθιστο σχήμα βιολιού, η οποία είναι εκθετειμένη στο αρχαιολογικό Μουσείο του Βερολίνου.

Δεύτερη εκδοχή, για το Παρθενομητορικό επώνυμο, αναφέρεται στον τρόπο παρουσίας του αγίου εικονίσματος στην περιοχή.  Μια παράδοση υποστηρίζει πως η Παναγία (εικόνισμα) έφτασε πετώντας σ’ αυτό το μέρος.  Άλλη παράδοση αναφέρει πως έφερε το εικόνισμα της Παναγίας ένας αετός, που έφτασε πετώντας από  γειτονικό, χριστιανικό μέρος. Το εικόνισμα ήταν για χρόνια κρυμμένο, χωρίς να το γνωρίζει κανένας πιστός.

Όμως η Παναγία δεν ήθελε να παραμείνει για πάντα κρυμμένο το εικόνισμά Της.  Γι’ αυτό ένα βράδυ παρουσιάστηκε στον ύπνο ενός Μαζωθκιανού, αναφέρεται το όνομα κάποιου Μηνά και του υπέδειξε το μέρος που θα έσκαβε, για να βρει το ιερό κειμήλιο. Ο γερο-Μηνάς υπάκουσε στην υπόδειξη της Παναγίας και έκανε ακριβώς όπως τον συμβούλεψε η Αειπάρθενος.  Βρήκε το άγιο εικόνισμα και με τη βοήθεια  των κατοίκων, άρχισε να κτίζεται εκκλησάκι. Τα χρήματα όμως δεν ήταν αρκετά και οι κάτοικοι στενοχωριούνταν, γιατί δεν μπορούσαν να ολοκληρώσουν τον ιερό σκοπό τους. Τότε  η Παναγία παρουσιάστηκε ξανά στο Μηνά. Του υπέδειξε ένα μέρος, στο οποίο όταν θα έσκαβε θα έβρισκε χρήματα που θα αρκούσαν για την αποπεράτωση του ναού. Μάλιστα κάποιοι κάτοικοι του χωριού θυμούνται και τα λόγια της Παναγίας προς το γέρο-Μηνά, ο οποίος συνήθιζε να τα λέει στους συγχωριανούς του: «Θα δεις πολλά και παράξενα, αλλά να μη φοβηθείς».

Το επόμενο βράδυ, μετά την εμφάνιση της Παναγίας, ο Μηνάς πήγε στο μέρος που του υπέδειξε η Παντοδέσποινα, αλλά βρέθηκε μπροστά σε έκπληξη.  Εκεί είδε φως, καμήλες, γαϊδούρια και άλλα ζώα.  Κατατρομαγμένος από το θέαμα που αντίκρυσε, εγκατέλειψε το μέρος κι επέστρεψε στο χωριό.  Όταν διηγήθηκε το συμβάν στους συγχωριανούς του, μερικοί από αυτούς μετέβησαν στο χώρο που τους υποδείχθηκε κι άρχισαν το σκάψιμο. Βρήκαν ένα δοχείο και το ανέσραν προσεκτικά στην επιφάνεια.  Όταν το άνοιξαν, έμειναν άφωνοι. Το δοχείο, αντί χρήματα, ήταν γεμάτο με κάρβουνα! Τις επόμενες μέρες στο χωριό, οι κάτοικοι υποστήριζαν πως η Παναγία ήθελε μόνο το Μηνά να βρει τα χρήματα, γιατί σε εκείνον παρουσιάστηκε.

Η Παναγία Πετούντα επονομάζεται και «Νεροφορούσα». Ένα προσωνύμιο για το οποίο επικρατούν δυο εκδοχές, εξίσου βάσιμες. Σύμφωνα με  την πρώτη, το άγιο εικόνισμα της Μητέρας του Θεανθρώπου θεωρείται «βροχοποιό», αφού όσες φορές πραγματοποιήθηκε «Παράκληση» στο ξωκλήσι της Πετούντας, για να πέσουν στη γη βροχές, η «Δέηση» των χριστιανών εισακούστηκε κι άνοιξαν οι βρύσες του ουρανού. Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο γεγονός, όπως μας το διηγήθηκε η κ. Ζαφειρούλα Σταύρου από το Μαζωτό.

Ήταν γύρω στο 1942 – 43, όταν στην περιοχή επικρατούσε ανομβρία και οι χωρικοί έφθασαν στο όριο της απελπισίας. Δεν είχαν σπείρει τα χωράφια τους με σιτηρά, αφού από την ανομβρία ήταν κατάξερα. Ανήμερα της Υπαπαντής του Χριστού, στις 2 του Φεβράρη, οι κάτοικοι πήγαν στο εκκλησάκι της Παναγίας Πετούντας, όπου θα τελείτο Θεία Λειτουργία και στη συνέχεια «Παράκληση» προς τη Θεοτόκο, για να μεσιτέψει στο Θεό, ώστε να πέσουν στη γη βροχές. Μετά την παράκληση, ο πατέρας της κυρίας Ζαφειρούλας, μακαριστός Χρίστος Ζαφείρης, ένιωθε τέτοια βεβαιότητα και πίστη στην Παντοδέσποινα του Κόσμου, ώστε πήγε στα χωράφια και τα έσπειρε. Σε δυο μέρες έπεσαν άφθονες βροχές, οι οποίες παρέμειναν αξέχαστες στη μνήμη των κατοίκων. Τα χωράφια καρποφόρησαν και τα νοικοκυριά του χωριού γέμισαν με τον ευλογημένο καρπό.

Δεύτερη εκδοχή για την επωνυμία «Νεροφορούσα», είναι πως δίπλα από το εκκλησάκι βρέθηκε πηγή με άφθονο  νερό, το οποίο έτρεχε μέχρι το 1973, χρονολογία που ήταν πλήρης ανομβρία.

Το πρώτο ξωκλήσι κτίστηκε σε άγνωστη χρονολογική περίοδο. Όταν άρχισε να καταστρέφεται από το φθοροποιό χρόνο, οι Μαζωθκιανοί θέλησαν να το ξανακτίσουν,  στις αρχές της δεκαετίας του 1940.

Μια μεγάλη προσκυνηματική εικόνα του Αποστόλου Ανδρέα, που είναι τοποθετημένη στο εικονοστάσι του παλιού ξωκλησιού, αποτελεί τάμα  των θεοφιλών γυναικών της κοινότητας, Μαργαρίτας Κυριακού, Σταυρούλας Γεωργίου, Παναγιώτας Αντωνίου και Λαμπηδόνας Νικολάου, για προστασία των συζύγων τους, οι οποίοι εκείνη την περίοδο βρίσκονταν σε  μέτωπα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Το νεότερο ξωκλήσι της Παναγίας Πετούντας κτίστηκε το 1987, με έξοδα του Γεωργίου και της Ελισάβετ Ρόπα. Η ανέγερση του ιερού οικοδομήματος αποτελούσε τάμα της μακαριστής Ελισάβετ προς τη Μητέρα του Θεού. Όπως μας ανέφερε η κόρη της Μαρία, ο σύζυγος της Μιχαλάκης Τσιαϊλής, παρουσίαζε σοβαρό πρόβλημα με τη σπονδυλική του στήλη και κρίθηκε αναγκαία η μετάβαση του στο εξωτερικό για θεραπεία. Ήταν το έτος 1970, όταν ο Μιχαλάκης και η γυναίκα του Μαρία θα ταξίδευαν στο Λονδίνο για το συγκεκριμένο ιατρικό πρόβλημα. Το αερόπλανο που θα τους μετέφερε, παρουσίασε πρόβλημα πριν από την αναχώρηση του από το αεροδρόμιο Λευκωσίας. Η απρόσμενη αυτή εξέλιξη, σε συνδυασμό με την υγεία του Μιχαλάκη, συνέβαλαν ώστε η μακαριστή θεοσεβής Ελισάβετ να παρακαλέσει κατάκαρδα την Παντοδέσποινα να σταθεί δίπλα στα παιδιά της, «τάζοντας» το κτίσιμο ξωκλησιού στο άγιο όνομά Της. Η Παναγία, Βοήθεια των πονεμένων και Προστασία των αδυνάτων, στις δύσκολες εκείνες ώρες προστάτευσε το ζεύγος Τσιαϊλή από δυσάρεστες εξελίξεις.

Τα χρόνια περνούσαν, μεσολάβησαν τα θλιβερά γεγονότα του 1974 στην Κύπρο, αλλά η Ελισάβετ δεν ξέχασε το τάμα της. Το εκκλησάκι έπρεπε να κτιστεί. Το 1976 με κτηματολογική πράξη, η ευσεβής Μαζωθκιανή, δώρισε με διαθήκη στην Εκκλησία Μαζωτού, το μοναδικό κτήμα που κατείχε τότε, και το οποίο βρισκόταν στην τοποθεσία «Μερσινούθκια». Διαθήκη που θα αποτελούσε τη βάση, για το μελλοντικό κτίσιμο του ιερού ναού. Μερικά χρόνια αργότερα, η αξιομακάριστη Ελισάβετ πούλησε το κτήμα της και με τα χρήματα που πήρε, προχώρησε στην εκτέλεση του θεάρεστου έργου. Το εκκλησάκι της Παναγίας οικοδομήθηκε το 1987, δίπλα από το παλιό, στην τοποθεσία «Πετούντα». Η εκκλησία της Παναγίας Πετούντας, παρόλο που είναι αφιερωμένη στα Εισόδια της Θεοτόκου, γιορτάζει πανηγυρικά στις 15 Αυγούστου, μέρα που τιμάται η Κοίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου.

Άξιο αναφοράς, όπως υποστηρίζουν αρκετοί κάτοικοι, είναι και το γεγονός πως στην περιοχή της Πετούντας, για μια περίοδο λειτούργησε λιμανάκι, από τ’ οποίο γίνονταν εξαγωγές προϊόντων. Ακόμα στην ίδια περιοχή υπήρχαν καμίνια κατασκευής μικρών «τούβλων».

 ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΥΛΙΑΝΙΩΤΙΣΣΑ 

Στα σύνορα της Χοιροκοιτίας με τη γειτονική κοινότητα Κάτω Δρυς, σώζονται ερείπια ναού, ο οποίος σύμφωνα με πληροφορίες κατοίκων της περιοχής, ήταν αφιερωμένος στην Παναγία την επονομαζόμενη «Μιλιανιώτισα» κι αυτό, από την ομώνυμη τοποθεσία, όπου κτίστηκε ο ναός. Το ξωκλήσι πρέπει ν’αποτελεί κτίσμα παλιάς περιόδου, αφού κατερειπώθηκε και δυστυχώς δεν επιδείχτηκε ενδιαφέρον γι’αναπαλαίωση του. Αδιάψευστοι μάρτυρες της ύπαρξης ιερού λατρευτικού χώρου των Ορθόδοξων χριστιανών στο συγκεκριμένο μέρος, είναι η πέτρινη τοιχοποιία που διασώθηκε σε όλη την περιφέρεια του ναού, ύψους ενός μέτρου, καθώς και μια καμάρα, που κρατιέται ακέραιη μέσα στις καιρικές συνθήκες και στο πέρασμα του φθοροποιού χρόνου, για να φανερώνει έτσι, εντονότερα την άλλοτε παρουσία και λειτουργία του ναού της Υπεραγίας Θεοτόκου.

Αλλά και η ζώσα παράδοση η οποία είναι ριζωμένη βαθιά στις ψυχές των ανθρώπων των γειτονικών κοινοτήτων, αναφέρεται στην Παναγία τη Μιλιανιώτισσα, πως ήταν κτίσμα των ευσεβών προπατόρων τους κι εκεί μετέβαιναν συχνά – πυκνά, για να προσευχηθούν στη Μητέρα του Θεού και ν’ ανάψουν ευλαβικά το κερί της παράκλησης ή της ευχαριστίας τους. Οι σημερινοί χωρικοί της             Χοιροκοιτίας, του Κάτω Δρυ και άλλων κοινοτήτων, δεν ξεχνούν την Παναγία τη Μιλιανιώτισσα. Συνηθίζουν να επισκέπτονται το ερειπωμένο κτίσμα Της και ν’ ανάβουν εκεί το κανδήλι της Αειπάρθενου Μαρίας.

ΠΑΝΑΓΙΑ ΕΣΣΩ ΚΥΡΑ

Στην κεντρική πλατεία του χωριού, υπάρχει εκκλησάκι αφιερωμένο στην Παναγία την επονομαζόμενη Έσσω Κυρά.  Μία άποψη αναφορικά με την προέλευση της επωνυμίας Έσσω Κυρά, είναι η ακόλουθη:  Στα περασμένα χρόνια, γύρω από το χωριό λειτουργούσαν αρκετά μοναστήρια, όπως της Παναγίας Αμασγώτισσας, του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, του Αγίου Παντελεήμονα, των Αγίων Σεργίου και Βάκχου, καθώς και πολλά άλλα εξωκλήσια όπως του Αγίου Γεωργίου, της Αγίας Μαρίνας κ.ά. Στο κέντρο του χωριού υπήρχε Προσκυνητάρι στο όνομα της Παναγίας.  Επειδή όλα τα μοναστήρια και τα εξωκλήσια βρίσκονταν έξω από το χωριό σε αντίθεση με το Προσκυνητάρι της Θεοτόκου, που είναι μέσα στο χωριό, δόθηκε στην Παναγία το προσωνύμιο Έσσω Κυρά.  (Πληροφορία Πατήρ Χριστόφορος Παπαναστασίου (+2018).

Μια δεύτερη εκδοχή σχετική με το εκκλησάκι της Παναγίας, αναφέρει πως αυτό, αρχικά  ήταν κτισμένο έξω από το χωριό προς την πλευρά του ποταμού Κούρη και έφερε την ονομασία Παναγία Βουρνιώτισσα.  Με την ερείπωση του ξωκλησιού, Τούρκοι της περιοχής προσπάθησαν να καταστρέψουν την εικόνα της Παναγίας.  Λέγεται πως, στην προσπάθειά τους αυτή, έβαλαν φωτιά στο εικόνισμα, με αποτέλεσμα το ένα μάτι της Θεομήτορος να βλέπει προς τον ουρανό και το άλλο προς τη γη.  Οι Μοναγρίτες αποφάσισαν την μεταφορά της εικόνας της Παναγίας στο ναό του Αγίου Γεωργίου, ενώ στη συνέχεια έκτισαν εκκλησάκι, τα ερείπια του οποίου φαίνονταν για πολλά χρόνια. (Πληροφορία Γεώργιος Μωυσή, από το Μονάγρι, ηλικίας 91 χρόνων).

Το 1948 έγιναν κάποιες προσπάθειες ανακαίνισης του παρεκκλησιού αλλά δεν καρποφόρησαν. Μάλιστα, αναφέρεται ότι, για τον σκοπό αυτό επισκέφθηκε την κοινότητα, ο τότε Έφορος του Τμήματος Αρχαιοτήτων Πορφύριος Δίκαιος.  Ακολούθως, στο χώρο στήθηκε Προσκυνητάρι, ενώ κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, με πρωτοβουλία και έξοδα των απόδημων Μοναγριτών, το εκκλησάκι ξανακτίστηκε και αποτελεί μοναδικό κόσμημα στο κέντρο του χωριού.  Μέσα στο ναό υπάρχει παλιό εικόνισμα της Παναγίας Ελεούσας.

Ένα θαύµα της Παναγίας Έσσωκυρας, όπως το διηγούνται οι Μοναγρίτες είναι το ακόλουθο: Πριν από µισό περίπου αιώνα, ο εξηντάχρονος τότε Ευριπίδης Παναγή, διατηρούσε καφενείο, λίγα µόνο µέτρα από το Προσκυνητάρι της Έσσωκυρας. Όπως αναφέρουν και πάλιν κάτοικοι του χωριού (παπα -Χριστόφορος και Ανδρέας Αυγουστή) το Προσκυνητάρι βρισκόταν κάτω από µεγάλο, γέρικο χαρουπόδενδρο, στη σκιά του οποίου συνήθιζε να ξεκουράζεται, κατά τις µεσηµβρινές ώρες, ο καφετζής. Ένα µεσηµέρι, ενώ ο Ευριπίδης κοιµόταν ξαπλωµένος κάτω από το χαρουπόδενδρο, άκουσε µια φωνή που του έλεγε: – Φύγε από εδώ. Ο Ευριπίδης απάντησε πως είναι καλός άνθρωπος και δεν ξάπλωνε εκεί για κακό σκοπό. Όµως η ίδια φωνή ξανακούστηκε και µάλιστα πιο δυνατή. – Σού είπα να φύγεις από εδώ. Φοβισµένος ο µακαριστός Ευριπίδης, σηκώθηκε και ξεκίνησε να πάει στο σπίτι του. Μόλις έκανε µερικά βήµατα, άκουσε ένα δυνατό θόρυβο και σαν κοίταξε πίσω του, είδε ένα µεγάλο κλάδο της χαρουπιάς, να πέφτει ακριβώς στο µέρος όπου πριν λίγο ξάπλωνε. Σταυροκοπήθηκε ο άνθρωπος του Θεού και κατάλαβε πως η φωνή που τον καθοδήγησε, ήταν της Παναγίας, που θέλησε να τον γλυτώσει από βέβαιο θάνατο.

Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΟΥ ΚΑΜΠΟΥ ΣΤΗ ΧΟΙΡΟΚΟΙΤΙΑ

 Στη βορειοδυτική πλευρά της Χοιροκοιτίας και σε απόσταση περίπου δυο χιλιομέτρων από το κέντρο του χωριού, μέσα σ’ ένα κατάφυτο από ελαιόδεντρα, χαρουπόδεντρα, οπωροφόρα δέντρα και διάφορα είδη κηπευτικών, σαν μαργαριτάρι κεντημένο σε πράσινο πέπλο, βρίσκεται το βυζαντινό ξωκκλήσι της Παναγίας, της επονομαζόμενης του Κάμπου.

Πρόκειται για το αρχαιότερο εκκλησιαστικό κτίσμα της κοινότητας, το οποίο, χάρη στις διαδοχικές ανακαινήσεις που του έγιναν, σε διάφορες χρονικές περιόδους, διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση. Κτισμένο με διαφόρων μεγεθών και σχημάτων ασβεστόλιθους της περιοχής, λαξευμένους και αλάξευστους, σε σταυροειδή, εγγεγραμμένο ρυθμό με τρούλλο, υπολογίζεται ως έργο της Kυρίως Βυζαντινής Περιόδου και πιο συγκεκριμένα μεταξύ 10ου και 12ου αιώνα. Το αρχικό μήκος του ξωκκλησιού ήταν γύρω στα οκτώ μέτρα, αλλά με την επέκταση που πραγματοποιήθηκε κατά το 15ο αιώνα, ακούμπησε τα δεκατρία μέτρα και είκοσι εκατοστά, ενώ το πλάτος, κυμαίνεται κοντά στα έξι μέτρα. Η κύρια είσοδος του ναού βρίσκεται στη δυτική πλευρά και φέρει οξυκόρυφο τόξο από λαξευτούς λίθους. Μια δεύτερη είσοδος, είναι στη νότια πλευρά και φέρει οριζόντιο πέτρινο υπέρθυρο με ανάγλυφα οικόσημα. Ο λιγοστός φωτισμός που δέχεται το εκκλησάκι, εισέρχεται από έξι στενά τοξωτά παράθυρα που βρίσκονται πάνω στον τρούλλο κι από ένα μικρότερο, που βρίσκεται στη μέση του νότιου τοίχου. Το πάτωμα του ναού είναι καλυμμένο, με τετραγωνικού σχήματος  γυψομαρμάρινες πλάκες. Η στέγη είναι σκεπασμένη με παραδοσιακού τύπου κυπριακά κεραμίδια, ενώ παλαιότερα, σε κάποια μέρη της, υπήρχαν γαλλικά κεραμίδια που τοποθετήθηκαν το 1920 και αντικαταστάθηκαν το 1981 με τα σημερινά, ύστερα από απόφαση του Τμήματος Αρχαιοτήτων.

Το εσωτερικό της εκκλησίας κοσμείται με τοιχογραφίες δυο στρωμάτων, μ’εκείνες του πρώτου στρώματος, να μη διακρίνονται. Στην καμάρα του ναού είναι αγιογραφημένη η Πλατυτέρα, ανάμεσα στους Αρχαγγέλους, ενώ πιο κάτω είναι η αγιογραφία της Κοινωνίας των Αποστόλων. Χαμηλότερα, στο βόρειο μισό του ημικυκλικού τοίχου της καμάρας, είναι ζωγραφισμένοι τέσσερις ιεράρχες και δεξιότερα η κεφαλή άλλου ιεράρχη. Πάνω στο τρούλλο είναι αγιογραφημένος ο Παντοκράτορας, ενώ στο τύμπανο, όρθιοι αγιογραφούνται Προφήτες. Στα σφαιρικά τρίγωνα του τρούλλου, σώζονται μεγάλα τμήματα των Ευαγγελιστών. Σημαντικότερη όλων των τοιχογραφιών είναι εκείνη του Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου, πάνω στο δυτικό τυφλό τόξο, του βόρειου τοίχου του αρχικού κτίσματος του ναού. Η τοιχογραφία περιβάλλεται από σκηνές του Μαρτυρίου του αγίου και βρίσκεται σε αρκετά καλή κατάσταση. Σύμφωνα μ’επιγραφή της τοιχογραφίας, αυτή αποτελεί έργο του 1509 κι έγινε από το ζωγράφο Συμεών, με δαπάνη κάποιου Σάββα και της οικογένειας του. Με δαπάνη πιστού χριστιανού, ζωγραφίστηκε το 1552 και η τοιχογραφία του Αγίου Ιλαρίου, που βρίσκεται στο νεότερο τόξο που στηρίζει τον τρούλλο στα δυτικά.

Το επώνυμο της Θεομήτορος προέρχεται από την τοποθεσία «Κάμπος» όπου είναι κτισμένος ο ναός. Πρόκειται για μια πεδινή περιοχή, κατάφυτη από ελαιόδεντρα, χαρουπόδεντρα, λεμονόδεντρα και άλλες φυτικές καλλιέργειες.

ΠΑΝΑΓΙΑ  Η  ΣΤΑΖΟΥΣΑ ΣΤΑ ΠΥΡΓΑ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Νοτιοανατολικά  των  Πυργών  και  σε  απόσταση  περίπου  τεσσάρων  χιλιομέτρων,  σε  ένα  ύψωμα,  γύρω  από  το οποίο  απλώνεται  μια  σχετικά  μεγάλη  πεδιάδα,   κατάσπαρτη  με  σιτηρά,  βρίσκεται  ένας  παλιός  ναός,  αφιερωμένος  στην  Παναγία  την  καλούμενη  «Στάζουσα».   Ο  ναός  αποτελούσε  το  Καθολικό  ενός  λατινικού  μοναστηριού,  το  οποίο  καθώς  μαρτυρεί  ο  συγγραφέας  C. Enlart  ανήκε  στο  Τάγμα  των  Κιστερσιανών  μοναχών  – ένα  από  τα  πολλά  Ρωμαιοκαθολικά  Τάγματα – που  έφτασαν  στην  Κύπρο  στις  αρχές  του  14ου αιώνα.

Ο  ναός  της  Παναγίας  Στάζουσας  είναι  γοτθικού  ρυθμού,  κτισμένος  με  πωρόλιθους   κι  ένεκα  των  ανακαινήσεων  που  έτυχε,  διατηρείται  σε  αρκετά  καλή  κατάσταση.  Η  παράδοση  αναφέρει  πως  ο  ναός  κτίστηκε  με  φροντίδα  και  χρήματα  μιας  μεσαιωνικής  αρχόντισσας,  η  οποία  μετά  από  προσκύνημα  που  έκανε  στην  παλιά  εκκλησία  που  υπήρχε  εκεί,  θεραπεύτηκε  από αιμορραγία  με  την  οποία  υπέφερε.  Λέγεται  πως   το  επώνυμο «Στάζουσα»  έχει  την  προέλευση  του,  στο  αίμα  που  έσταζε  από  την  αρχόντισσα.  Από  εκείνη  την  περίοδο,  η  Παναγία  της  περιοχής,  θεωρείται  ως  προστάτιδα  των  ατόμων  που  υποφέρουν  από  αιμορραγίες.

Στη  σελίδα  61  του  Κώδικα  Α΄  της  Ιεράς  Μητρόπολης  Κιτίου,  είναι  καταγραμμένα  κάποια  ιστορικά  στοιχεία  που  αφορούν  τη  συγκεκριμένη  εκκλησία:

 «1772  εκτίσθην  η  εκκλησία  της  Στάζουσας,  μερεμέττιν  και  εις  την  χρονίαν  εμερεμεττίσαμεν  και  την  εκκλησίαν  του  Σταυρού  του  Θεοκρέμμαστου  (Σταυροβουνίου)  και  εκτίσθησαν  οι  βότες  δια  συνδρομής  του  παπα  Καλλινίκου».

Η  αναφορά  αυτή  είναι  ενισχυτική  των  πληροφοριών,  πως  μετά  την  αποχώριση  των  φραγκοκαλόγερων  από  τη  Μονή  της  Στάζουσας,  αυτή  περιήλθε  στην  κατοχή  της  Μονής  Σταυροβουνίου.  Όταν  ηγούμενος  στο  Σταυροβούνι  ήταν  ο  μακαριστός  Γέροντας  Βαρνάβας  Χαραλαμπίδης  (1864 – 1948)  η  εκκλησία  της  Παναγίας  Στάζουσας  ξαναλειτούργησε.  Η  πρώτη  λειτουργία  έγινε  το  1907,  αλλά  αργότερα  ο  ναός  εγκαταλείφθηκε  και  πάλι,  γι’ άγνωστους  λόγους.  Όπως  μαθαίνουμε  από  την  κυπριακή  εφημερίδα  «Νέον  Έθνος»  (κυκλοφορίας  14/27. 4. 1907)  την  Παρασκευή  της  Διακαινησίμου,   έγινε  στο  χώρο   πανηγύρι:

«Την  Παρασκευή  της  Διακαινησίμου,  27  Απριλίου,  τελεσθήσεται  δια  πρώτην  φοράν  πανήγυρις   εν  τη  εκκλησία  της  Παναγίας,  ήτις  καλείται  Στάζουσα,  κειμένη  παρά   τον  ομώνυμον  χείμαρρον  και  μεταξύ  των  χωριών   Κλαυδιάς  και  Πυργών.  Την  πανήγυριν  διοργανούσιν  οι   μοναχοί  της  ιεράς  Μονής  Σταυροβουνίου,  οίτινες  και   εφρόντισαν  περί  της  επισκευής  της  εκκλησίας,  ήτις,  κτίσμα  της  μεσαιωνικής  εποχής  και  εγκαταλελειμμένη,  είχε  κατερειπωθεί  κατά  το  πλείστον,  αλλά  ήδη  παρουσιάζει  ευάρεστον  όψιν.  Επ’  εσχάτων  μάλιστα  τη  φροντίδι  των  μοναχών  τούτων   ετελέσθην  μετά  διακοπής  μακροτάτων  χρόνων  Θεία  Λειτουργία,  καθ’  ην  προσήλθον  εκ  των  πέριξ  χωρίων.  Κατά  την  αγγελλομένην  πανήγυριν  καλούνται  πάντες  οι  φιλέορτοι,  οίτινες,  ελπίζομεν,  θα  προσέλθωσιν  αθρόοι  προς  εκδήλωσιν  της  ευλαβείας  των  προς  αρχαίον  θρησκευτικόν  ίδρυμα  και  προς  ηθικήν  ικανοποίησιν  θεοσεβών  στρατιωτών  της  πίστεως».

Στα  χρόνια  της  τουρκοκυπριακής  ανταρσίας  (1963 – 1964)  Τούρκοι  από  το  γειτονικό  χωριό  Κλαυδιά,  έβαλαν  φωτιά  στο  ναό,  προξενώντας  σημαντικές  καταστροφές. Μερικές  από  τις  ζημιές –  όπως πυκνό  μαύρισμα  πάνω  στους  πετρόκτιστους  τοίχους –  είναι  μέχρι  σήμερα  έντονα  ορατές  στο  εσωτερικό  του  ναού  και  κυρίως  στην  οροφή. Το  1991  με  πρωτοβουλία  του  σημερινού  ηγούμενου  της  Μονής  Σταυροβουνίου  Γέροντα  Αθανάσιου,  η  εκκλησία  και  ο  νάρθηκας  ανακαινίστηκαν.  Στο  έργο  βοήθησαν  χειρωνακτικά  Σταυροβουνιώτες  μοναχοί,  κάτω  από   την  επίβλεψη  του  Τμήματος  Αρχαιοτήτων.

Για  κάποια  περίοδο,  μετά  την  τελευταία  ανακαίνιση  της  εκκλησίας,  έμενε  εκεί  κοντά  σε  παρακείμενη  σπηλιά,  ο  Σταυροβουνιώτης  μοναχός  Βλάσιος,  ο  οποίος  αργότερα  εγκαταβίωσε  στο  Άγιον  Όρος.  Άξιο  αναφοράς  είναι  το  γεγονός,  πως  στην  ίδια  σπηλιά,  έμενε  κατά  διαστήματα,  μεταξύ  των  ετών  1937  και  1962  και  ένας  άλλος   Σταυροβουνιώτης,  ο μακαριστός  ιερομόναχος   Σάββας,  ο  οποίος  καταγόταν  από  την  Αραδίππου.  Ο  Πατήρ  Σάββας  πήγαινε  στην  περιοχή  της  Στάζουσας,  με  σκοπό  να  προσέχει  τους  ελαιοκαρπούς  από  κλέφτες  Τούρκους,  του  γειτονικού  χωριού  Κλαυδιά.  Επειδή  δεν  υπήρχε  κανένα  δωμάτιο  κοντά  στην  εκκλησία,  ο  μοναχός  διάλεξε  μια  κοντινή  σπηλιά,  μέσα  στην  οποία  διέμενε  καθόλο  το  διάστημα,  της  εκεί  παραμονής  του.  Όπως  πληροφορούμαστε  από  μικρή  μελέτη  για  την  εκκλησία  της  Παναγίας  Στάζουσας,   την  οποία  ετοίμασε  ο  μοναχός  Βλάσιος,  ο  ιερομόναχος  Σάββας  έζησε  στη  Μονή  Σταυροβουνίου  μέχρι  το  1962,  έτος  κατά  το  οποίο  αναχώρησε  για  διάφορα  μέρη,  όπως  τους  Αγίους  Τόπους,  το  Άγιον  Όρος,  το  Όρος  Σινά,  τη  Σερβία  και  την  Ελλάδα.  Ένας  από  τους  τελευταίους  σταθμούς  του  ιερομόναχου  Σάββα, ήταν   κάποιο  γυναικείο  μοναστήρι  στην  Πάρο.  Ζούσε  ως  ιεραπόστολος  αφού  γυρνούσε  και  εξομολογούσε,  κήρυσσε,  συμβούλευε  τους  Ορθόδοξους  χριστιανούς  και  διάβαζε  ευχές, κυρίως  σε  σεληνιαζόμενα  άτομα.  Πριν  το  τέλος  της  επίγειας  ζωής  του,  ο  μακαριστός  Γέροντας  επέστρεψε  στην  ιδιαίτερη  του  πατρίδα,  όπου  κοιμήθηκε  και  τάφηκε  στο  κοιμητήριο  της  ιεράς  Μονής  Αγίου  Γεωργίου  Αλαμάνου.

Στα  νοτιοανατολικά  της  εκκλησίας  της  Στάζουσας,  κάπου  τριακόσια  μέτρα  από  αυτή  και  σε  απόσταση  αναπνοής  από  το  ανοικοδομημένο  ξωκκλήσι  του  Τιμίου  Προδρόμου,  επανευρέθηκε  το   Αγίασμα  της  Παναγίας,  κάτω  από   τις   ακόλουθες  συνθήκες:  Στις  11  Ιουλίου  κατά  τη  διάρκεια  στρατιωτικών  ασκήσεων,  στο  κοντινό  πεδίο  βολής  Καλού  Χωρίου  Λάρνακας,  από   ρίψη  οβίδας,  προκλήθηκε  πυρκαγιά  σε  ξερή  άγρια  βλάστηση,  στο  μέρος  όπου  βρισκόταν  το  Αγίασμα.  Ανάμεσα  στην  καμένη  βλάστηση  υπήρχαν  και  δυο  αροδάφνες  καθώς  και  μια  μυρσίνη.  Με  την  παρέλευση  περίπου  πενήντα  ημερών  από  την  πρόκληση  της   πυρκαγιάς,  τόσο  πάνω  στις  αροδάφνες,  όσο  και  πάνω  στη  μυρσίνη,   παρουσιάστηκαν  νέοι  βλαστοί.  Το  φαινόμενο  αυτό  προκάλεσε  τις   εύλογες  υποψίες  των  μοναχών  της  Μονής  Σταυροβουνίου.  Την  ίδια  εκείνη  περίοδο,  έτυχε  να  επισκεφτεί  το  μέρος  ένας  Κύπριος  λαογράφος,  ο  οποίος  ανέφερε  σε  παρευρισκόμενο  Σταυροβουνιώτη  μοναχό  – μάλιστα  του  διάβασε  και  κείμενο  από   φυλλάδιο   που  κρατούσε –  ότι  κάπου  εκεί  κοντά  ήταν  το  Αγίασμα  της  Στάζουσας,  το  οποίο  σε  κάποιο  στάδιο  σκεπάστηκε  από  κατολισθήσεις  χωμάτων,  κατά  τους  χειμερινούς  μήνες,  αφού  ανάβλυζε  σε   εδαφική  κατωφέρεια.  Η  αδελφότητα  της  ιεράς  Μονής  Σταυροβουνίου,  αξιολογώντας  όλα  τα  δεδομένα   που  παρουσιάστηκαν,  αποφάσισε  να  προχωρήσει  στην  επανεύρεση  του  Αγιάσματος.  Για  το  σκοπό  κλήθηκε  εκσκαφέας  και  με  την  αφαίρεση  όγκου  χωμάτων,  στις  4  του  Φεβράρη   το  1994,   με  τη  βοήθεια  του  Θεού,  επανευρέθηκε  το  Αγίασμα  της   Παναγίας  Στάζουσας.  Στο  χώρο  κτίστηκε  σύγχρονη  πετρόκτιστη  βρύση  και  πολλοί  χριστιανοί  μεταβαίνουν  εκεί,  για  να  πιουν  λίγο  ιαματικό  νερό  ή  να  δροσίσουν  με   αυτό  το  πρόσωπο  τους.

Περίπου  μισό  χιλιόμετρο  στα  βόρεια  της  εκκλησίας  της  Παναγίας,  βρίσκεται  παλιό    αλώνι,  που  χρησιμοποιείτο  από  μοναχούς  για  διάφορες  γεωργικές  εργασίες.  Δεν  υπάρχουν  πληροφορίες  για  τη  χρονολογία  κατασκευής  του  αλωνιού,  αλλά  η  μεγαλύτερη  πιθανότητα  είναι,  αυτό  να  κατασκευάστηκε  την  περίοδο  που  η  Στάζουσα  έγινε  μετόχι  της  Μονής  Σταυροβουνίου.  Πάντως  μέχρι  σήμερα  υπάρχουν   κάποια  ηλικιωμένα  πρόσωπα  που  κατάγονται  από  τα  Πυργά,  τον  Κόρνο  και  το  Καλό  Χωριό,  τα  οποία  θυμούνται   τις  μέρες  που   εργάζονταν     Σταυροβουνιώτες  μοναχοί   στο  αναφερόμενο  αλώνι.  Σε  διπλανούς  χώρους  γύρω  από  την  εκκλησία,  σώζονται  ερειπωμένα  δυο  καμίνια,  τα  οποία  δημιουργήθηκαν  σε  άγνωστη  χρονολογική  περίοδο.  Δεν  είναι  επίσης  γνωστό  αν  τα  καμίνια  κατασκευάστηκαν  και   χρησιμοποιήθηκαν  στη  διάρκεια  του  κτισίματος  ή  των  ανακαινήσεων  της  εκκλησίας  ή   ανήκαν  σε  κάποιους  ιδιώτες.

Η  Παναγία  η  Στάζουσα  τιμάται  στη  Ζωοδόχο  Πηγή,  δηλαδή  την  Παναγία  που  δέχτηκε  στα  σπάγχνα  Της,  το  Λυτρωτή  του  Κόσμου  κι  από  το  θείο  αυτό  γεγονός,  αναδείχτηκε  Πηγή  της  Χάριτος.  Στην  εκκλησία  τελείται  θεία  λειτουργία  την  Παρασκευή  της  Διακαινισήμου.  Η  Παναγία  Στάζουσα  θαυματούργησε  σε  πολλές  περιπτώσεις,  όπως  αναγράφεται  στη  μελέτη  του  Βλάσιου  μοναχού,  στην  οποία  είναι  καταγραμμένα  αρκετά  θαύματα  Της.  Παρουσιάζονται  κάποια  από  αυτά,  με    δική  μας  σύνταξη.

 Από  τα  θαύματα  της  Παναγίας  Στάζουσας: 

α) Η  Ελένη  Κώστα  Μάτση (Μεσιήτη) από  το  Παλαιχώρι,  υπέφερε  από  δυνατούς  πόνους,  οι  οποίοι  προέρχονταν  από  όγκο,  που  εμφανίστηκε  στο  πίσω  μέρος  του  δεξιού  της  ώμου.  Ο  όγκος  εμφανίστηκε  στο  σώμα  της  το  1989,  χρονιά  που  κοιμήθηκε  ο  πνευματικός  της,  μακαριστός  Γέροντας  Λάζαρος  Σταυροβουνιώτης.  Ο  μακαριστός  Λάζαρος  πριν  από  την  κοίμηση  του  προμήθευσε  την  κ.  Ελένη  με  ένα  βιβλίο,  μέσα  στο  οποίο  αναφέρονταν  και  θαύματα  της  Παναγίας  Στάζουσας.  Μια  μέρα  ενώ  η  κ.  Ελένη  διάβαζε  το  αναφερόμενο  βιβλίο,  το   «σταύρωσε»  πάνω  στον  όγκο  που     εμφανίστηκε  στο  σώμα  της  και  με  πίστη  παρακάλεσε  την  Υπεραγία  Θεοτόκο:  «Παναγία  μου  κάνε  με  καλά,  κάνε  και  σε  μένα  το  θαύμα  σου».  Σε  λίγες  μέρες,  όπως  ανέφερε  η  ίδια,  ο  όγκος  εξαφανίστηκε  εντελώς  από  πάνω  της.

 

β)  Ένας  ηλικιωμένος  προσκυνητής  από  το  χωριό  Αγία  Βαρβάρα  Λευκωσίας,  μια  καλοκαιρινή  μέρα  του  1993,  σαν   έφτασε  στην  εκκλησία  της  Στάζουσας,  ανέφερε   στο  μοναχό  Βλάσιο  που  βρισκόταν  εκεί,   το  ακόλουθο   θαύμα  που  συνέβηκε  στον  ίδιο  κατά  την  παιδική  του  ηλικία.  Αρρώστησε  με  τη  συνηθισμένη  για    την  εποχή (1935 – 1940)  ανεμοβλογιά  και  ολόκληρο το  σώμα  του  γέμισε  με  εξανθήματα.  Ο  πατέρας  του  βλέποντας  το   παιδί  του  να  υποφέρει  από  τον  πυρετό  και  να  βασανίζεται  από  την  αρρώστια,  πήρε  στο  χέρι  του  ένα  γρόσι (η   αξία    του  οποίου  ήταν   σημαντική  για  την  εποχή)  και  το  «σταύρωσε»   στο  μέτωπο  του  παιδιού,  επικαλούμενος  συγχρόνως  και  τη  βοήθεια  της   Παναγίας,  στην  οποία  έκανε  τάμα,    αν  θεραπευτεί  ο  γιος  του  από  την  ανεμοβλαγιά,  να  πάρει  το  γρόσι  στην  εκκλησία  της  Στάζουσας.  Η  Παναγία  που  βοηθά  όλους  τους  ανθρώπους  που    επικαλούνται  με  πίστη  το  άγιο  όνομα  Της  ή  καταφεύγουν  κοντά  Της,  θαυματούργησε.  Σε  λίγες  μέρες  τα  εξανθήματα  άρχισαν  να  φεύγουν  από  το  σώμα  του  νεαρού,  ο  οποίος  έγινε  τελείως  καλά.  Ο  μακαριστός  πια,  πατέρας  του   πιο  πάνω  προσκυνητή,  τηρώντας  την  υπόσχεση  που  έδωσε  προς  Την  Υπεραγία  Θεοτόκο,  επισκέφτηκε  την  Στάζουσα  όπου  εναπέθεσε  το  τάμα  του,  ευχαριστώντας  συνάμα  την  Θεομήτορα  για  τη  βοήθεια  που  του  πρόσφερε,  σε  δύσκολες  οικογενειακές  στιγμές.