«Το πικράγγουρο (Citrus Colocynthis) είναι ιθαγενές, πολυετές, κληματώδες φυτόν, αυτοφυόν εις τα πεδινά μέρη της Κύπρου και ιδίως στα διαμερίσματα Αμμοχώστου, Λευκωσίας και Πάφου. Από τινος καλλιεργείται ιδίως εις το χωρίον Τσέριν».*(Φωνή της Κύπρου 04/01/1902). Κατά μια σοβαρή πληροφορία, οι Τσεριώτες που ασχολούνταν με το μάζεμα πικράγγουρων – πετράγγουρων, συνήθιζαν να ρίχνουν σπόρια του φυτού για εξάπλωσή του σε διάφορες περιοχές.
Από ορισμένους κατοίκους άλλων περιοχών, οι Τσεριώτες ονομάζονται σκωπτικά «Πετραγγουράρηδες». Φυσικά όχι τυχαία, αφού πριν από ένα περίπου αιώνα, κάποιοι συγχωριανοί μας ασχολήθηκαν επαγγελματικά με τη συλλογή και το εμπόριο «πετράγγουρων». Η πετραγγουριά – πικραγγουριά είναι άγριο φυτό που συναντάται σε ακαλλιέργητους αλλά και καλλιεργημένους τόπους. Ο καρπός της είναι σφαιρικός όπως το καρπούζι, με τη διαφορά ότι είναι κατά πολύ μικρότερος σε μέγεθος και μη φαγώσιμος. Από την ψύχα του καρπού παρασκευαζόταν το κινίνο, ένα φάρμακο πολύ αποτελεσματικό σε σοβαρές αρρώστιες που μάστιζαν την ανθρωπότητα, όπως ήταν η ελονοσία, η λέπρα κ. ά. Στις μέρες μας η χρήση του κινίνου ως θεραπευτικού φαρμάκου έχει περιοριστεί πολύ, γιατί η ελονοσία και η λέπρα έχουν σχεδόν εκλείψει. Στην εποχή μας χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με άλλα φάρμακα για τη θεραπεία μυαλγιών, νευραλγιών, του κοινού κρυολογήματος και σε ορεκτικά σκευάσματα. Με την ευκαιρία, να σημειωθεί ένα γεγονός που σχετίζεται με τις θεραπευτικές ιδιότητες του πικράγγουρου, όπως τη διηγήθηκε ο πρωταγωνιστής του Πετρής Κάκουρος – Πετρούτσιος και παρέμεινε ζωντανή στη μνήμη παλαιότερων κατοίκων του Δήμου. Κάποτε, ίσως κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα – αν κρίνουμε από τη χρολογία γέννησης και θανάτου του μακαρίτη Πετρούτσιου (1880; – 1960;) – ο ίδιος επισκέφτηκε ένα κουμπάρο του στο χωριό Ασκάς της Πιτσιλιάς. Τον βρήκε άρρωστο και «κρεββατωμένο», χωρίς να μπορεί κάποιος να τον βοηθήσει. Τότε ο Πετρούτσιος, πήρε ένα «πετράγγουρο» που είτε κουβαλούσε μαζί του, είτε υπήρχε στο σπίτι που φιλοξενήθηκε κι αφού το έκοψε στη μέση, το τοποθέτησε στη στέγη του σπιτιού, «ώστε να πάρει ενέργεια από τα άστρα» σύμφωνα με τη λαϊκή παραδοσιακή ιατρική. Την επόμενη μέρα, πήρε χυμό από τον καρπό του πετράγγουρου, τον οποίο ήπιε ο κουμπάρος του. Τα αποτελέσματα του γιατροσοφιού ήταν «άκρως ενθαρρυντικά», αφού ο κουμπάρος θεραπεύτηκε εντελώς.*(Αφήγηση Ζένιος Ευθυμίου, 80 χρόνων, από τοΤσέρι).
Σε πολλά εδάφη της κοινότητας Τσερίου αυτοφύτρωνε μεγάλος αριθμός πετραγγουριών, πράγμα που ώθησε ορισμένους κατοίκους να ασχοληθούν με το εμπόριο του καρπού, όταν υπήρχε σοβαρή ζήτηση. Η φτωχότερη τάξη κατοίκων, μάζευαν τον καρπό – που ήταν σχετικά μικρού μεγέθους, σχήματος στρογγυλού και χρώματος κιτρινωπού με πρασινωπές γραμμές – και τον πουλούσαν σε συγχωριανούς τους εμπόρους. Η ζήτηση παρατηρήθηκε περί τα τέλη του 19ου και αρχές του 20ου αιώνα και το προϊόν προοριζόταν για εξαγωγή σε χώρες που είχαν αναπτυγμένη φαρμακοβιομηχανία. Να σημειωθεί ότι, από το συγκεκριμένο καρπό, παραγόταν το «κινίνο». Μερικοί Τσεριώτες όπως ο Κυριάκος Πιερίδης (Τζυρκακός του Πιέρου), τα αδέρφια Ευθύμιος Μουστακά και Κωστής Πρατσή Μουστακά, ο Χαράλαμπος Κυριακίδης και τα παιδιά του Θεμιστός και Γιάγκος Χ. Κυριακίδη και ο Χριστοφής Τουραπής, αγόραζαν πετράγγουρα από κατοίκους που τα μάζευαν από τους αγρούς.*(Γεώργιος Δ. Μακρής, Μερικές ασχολίες κατοίκων Τσερίου σε παλιές εποχές επι τουρκοκρατίας και αγγλοκρατίας, εφημ. Το Τσέρι, τεύχος, 10, σελ. 6). Ο Κυριάκος Πιερίδης νοίκιαζε τα κτήματα της εκκλησίας της κωμόπολης Μόρφου και της κοινότητας Ζώδιας, μέσα από τα οποία, εργάτες μάζευαν «πετράγγουρα» και στη συνέχεια φορτώνονταν σε καμήλες για το Τσέρι, όπου, άλλοι εργάτες, τα καθάριζαν και τα ετοίμαζαν για εξαγωγή. Μέρος της εξαγωγής γινόταν από το λιμάνι της Λάρνακας, αφού ο τότε Δήμαρχος της πόλης (γύρω στο 1900) Μάτσας, ήταν συνέταιρος με τον Πιερίδη, στη συγκεκριμένη εμπορική δραστηριότητα.
Έτσι, τα πετράγγουρα αποτέλεσαν ένα εισόδημα για αρκετούς κατοίκους του χωριού – πλούσιους και φτωχούς – σε πραγματικά δύσκολα χρόνια.