Κατά την περίοδο της Λατινοκοκρατίας (Φραγκοκρατία και Ενετοκρατία) ζούσε στο Μονάγρι ένας νέος, ευγενής φεουδάρχης, ονομαζόμενος Γεωργάκης Τσιτσεκλής.   Το επίθετο τσιτσεκλής, έχει την προέλευσή του στη λέξη «τσιτσέκκιν» που σημαίνει λουλούδι.  Έτσι και το Τσιτσεκλής, σημαίνει λουλουδάτος, ανθοστολισμένος.*(Βλέπε Παπαγγέλου Ρόης, Το κυπριακό ιδίωμα, Αθήναι, 2001).

Ο νέος ερωτεύτηκε την πανέμορφη Φράγκισσα αρχοντοπούλα Ζωγραφού, κόρη του φεουδάρχη του γειτονικού χωριού Συλίκου.  Σύμφωνα με την παράδοση, ο έρωτας του Τσιτσεκλή με την αγγελοκαμωμένη κοπέλα έγινε καθ’ υπόδειξη του Αγίου Γεωργίου, για να του τη δώσει ο Άγιος γυναίκα του:

«Γέλασε δούλε του Θεού, γέλασε, περιστέριν,

την κόρην, οπού πεθυμάς, να σου την κάμω ταίριν».*(Σίμος Μενάρδος, Τοπωνυμικαί και Λαογραφικαί Μελέται, Λευκωσία, 1970, σελ. 358).

Όπως είναι γνωστό, ο Άγιος Γεώργιος είναι πολιούχος Άγιος και προστάτης του Μοναγρίου και τιμάται σε όλα τα χωριά της περιοχής, μάλιστα ένα από αυτά, φέρει το όνομα του Αγίου.  Στην πρώτη συνάντηση που θα έκανε ο άρχοντας Τσιτσεκλής με την ωραιότατη Ζωγραφού – σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση – έτυχε της καθοδήγησης του Αγίου Γεωργίου, ο οποίος του υπέδειξε να ακολουθήσει ένα περδίκι, μέχρι να φτάσει στον «Πύργο της Συρκάς».

Μετά την πρώτη συνάντηση με την κοπέλα, ο Τσιτσεκλής εξομολογήθηκε τον έρωτά του στη μητέρα του και την αδερφή του.  Παράλληλα, έστειλε μήνυμα στον αδερφό του που ήταν «Κούσουλος» στο Κελλάκι, να πάει στο Μονάγρι να τον δει, γιατί από το σφοδρό έρωτα αρρώστησε κι επρόκειτο να πεθάνει!   Ο αδερφός του, χωρίς χάσιμο χρόνου, έφτασε κοντά του και προσπάθησε να τον αποτρέψει, υποδεικνύοντας τους κινδύνους που εγκυμονούσε ο έρωτάς του, γιατί η καρδιά της Ζωγραφούς ήταν δοσμένη σε άλλον.   Ο  Τσιτσεκλής στάθηκε αμετάπιστος στις συμβουλές του αδερφού του, πράγμα που ώθησε τον τελευταίο, να τον βοηθήσει στην κατάκτηση της όμορφης νέας.  Τα δύο αδέρφια, αφού πρώτα επικαλέστηκαν την βοήθεια του Αγίου Γεωργίου και άναψαν κεριά μπροστά στην εικόνα του, έχοντας και ως σύντροφό τους τον υπηρέτη Σκληρόπουλο, μπήκαν σε μία δραματική περιπέτεια. Ξεκίνησαν για τον «Πύργο της Συρκάς» όπου έμενε η Ζωγραφού με τις δύο αδερφές της, με σκοπό να την κερδίσουν.

Στο δρόμο τους, συνάντησαν μία νεαρή Φραγκοπούλα που μάζευε βαμβάκι και θέλησαν να την ενοχλήσουν, ζητώντας να τη φιλήσουν.  Μέσα στη σεμνότητά της, η Φραγκοπούλα τους απείλησε πως θα τους κυνηγήσει και τους «κακοδικήσει».  Η ομάδα των τριών προχώρησε προς τον πύργο, τον οποίο βρήκαν κλειστό.  Έκαναν μερικούς γύρους στην περιοχή, όταν συνάντησαν τον υπηρέτη του Δεσπότη, ο οποίος τους οδήγησε στο σπίτι του.  Εκεί, όταν ο οικοδεσπότης πρόσφερε φράγκικο κάθισμα στον Τσιτσεκλή (τσαέρα) ο νέος ερεθίστηκε και οργισμένος φώναξε:

«Παιδίν του Βράγκου δεν είμαι και βράγκικα να κάτσω

και Βράγκον να με κάμετε και βράγκικα ν’ αλλάξω.

Είμαι παιδίν του Έλληνα παιδίν της Ελληνίδας………»

Από τα λόγια του φανερώνεται πως τον ενοχλούσε η παρουσία των Φράγκων στο νησί, τονίζοντας προς τούτο την ελληνική του καταγωγή. Λέγεται ότι από το θυμό του, φοβισμένοι οι παρευρισκόμενοι, τράπηκαν όλοι σε φυγή.  Κάπου εδώ το έπος διακόπτεται, για να συνεχιστεί με τις λαϊκές φημολογίες. Στην παραλλαγή που δημοσίευσε ο ιστορικός – ερευνητής Θεόδωρος Παπαδόπουλος από τη συλλογή του Γεωργίου Λουκά, περιλαμβάνεται μια σύντομη περίληψη, καθώς και οκτώ άλλοι πρόσθετοι στίχοι, που πιθανόν να αναφέρονται στο τέλος του ποιήματος.  Ο Τσιτσεκλής μαζί με τον αδερφό του που καταδίωκαν την Ζωγραφού, κατέφυγαν πρώτα στους «Μουλλάδες» και ύστερα στα «Πηγάδκια».*(Μ.Κ.Ε. τ. 7ος, σσ. 36 – 37).  Ο Τσιτσεκλής πρόφτασε τη Ζωγραφού, η οποία συγκατατέθηκε κι επέστρεψε στον πύργο της, όπου κάλεσε τον δεσπότη της που τους πάντρεψε.  Ακόμα, πιθανολογείται και ο γάμος του Κούσουλου και του Σκληρόπουλου, με τις αδερφές της Ζωγραφούς:

«Παίρνει το πάνιν την Βραγκούν τζι εγώ

Μαντζουρανούλλαν

τζ’ ο Τσιτσεκλής την Ζωγραφού, το

άθθος της δαφνούλλας».

Το περίφημο αυτό ποίημα, έστω και ατελές, διασώθηκε μετά από αφήγηση ενός νέου από το Μονάγρι – στις αρχές της δεκαετίας του 1900 – την οποία κατέγραψε ο διαπρεπής Κύπριος Καθηγητής Σίμος Μενάρδος και δημοσιεύτηκε στους τόμους της «Ελληνικής Λαογραφίας».*(Λαογραφία, Αθήναι, 1921). Φυσικά, υπάρχουν δημοσιευμένες και παραλλαγές του τραγουδιού.

Πάντως, η αναφορά του χωριού Μονάγρι στο επικό ποίημα «Ο Τσιτσεκλής τζι η Ζωγραφού», εύλογα οδηγεί στο συμπέρασμα, πως ο άρχοντας Τσιτσεκλής, υπήρξε ιστορικό πρόσωπο. Το επώνυμό (Τσιτσεκλής = λουλουδένιος) παραπέμπει σε όμορφο νέο.  Σε συνδυασμό με τα πλούτη του, ο έρωτάς του προς τη Ζωγραφού – κόρη αν όχι βασιλιά, σίγουρα φεουδάρχη – θεωρείται δικαιολογημένος. Παρόλο, που το επικό ποίημα είδε το φως της δημοσιότητας στις αρχές του 20ου αιώνα, αυτό, υπήρχε ως χειρόγραφο σε προγενέστερα χρόνια και ήταν γνωστό σε ανθρώπους της περιοχής.  Ιδιαίτερο ιστορικό και ερευνητικό ενδιαφέρον, παρουσιάζει η κληρονομιά του επώνυμου Τσιτσεκλής, από τον πατέρα του ποιητάρη Γιαννή Δημητρίου Μοναγρίτη, ονομαζόμενο Δημήτρη Τσιτσεκλή, που έζησε στο Μονάγρι κατά τις δεκαετίες του 1800. Το επώνυμο του Δημήτρη, πιστοποιείται από το εξής τετράστιχο του Μοναγρίτη:

«Είμ’ ο Γιαννής του Τσιτσεκλή που το χωρκόν Μονάγρι,

γεναίκαν άσπρην εν ήβρα τζι αγάπησα μιαν μαύρη».

Συμπερασματικά, μπορεί να λεχθεί ότι, ο νεότερος Τσιτσεκλής ήταν απόγονος του μεσαιωνικού και το επώνυμό του δεν ανακαλεί τον Μέγα Άρχοντα.  Δεν τον ανακαλεί, αφού ο νεότερος δε φημιζόταν για τη μεγάλη περιουσία του, ούτε για την λουλουδάτη ομορφιά του.