ΜΟΝΑΓΡΙ: Η ονομασία του χωριού είναι σύνθετη και για την προέλευσή της υπάρχουν διάφορες εκδοχές.  Μια πρώτη, αναφέρει ότι σχηματίστηκε από τις λέξεις μονή (μοναστήρι) και αγρίν της  κυπριακής διαλέκτου, που ερμηνεύεται μικρός αγρός.  Δηλαδή, η λέξη μονάγρι ερμηνεύεται ως μικρό μοναστηριακό κτήμα.   Δεν είναι η μόνη επικρατούσα εκδοχή για την οποία το χωριό πήρε το όνομά του, γι’ αυτό, παρουσιάζουμε και τις υπόλοιπες γνωστές και άγνωστες εκδοχές.  Η λέξη μονάγρι ερμηνεύεται και ως (μόνος – αγρός), δηλαδή μονήρης αγρός.  «Έξω τειχών εν μοναγρίοις και κήποις διατρίβειν».*(Ελληνική Πατρολογία PG 67, Historia ecclesiastica, Σαλαμάνου Ερμείου Σωζομενού σχολαστικού, λόγος προς τον αυτοκράτορα Θεοδόσιον και υπόθεσιν της εκκλησιαστικής ιστορίας, σελ. 13).   Που σημαίνει:  Ζούσε έξω από τα τείχη της πόλης, στους κατάμονους –  έρημους αγρούς και τους κήπους.  Η ονομασία Μονάγρι έχει βυζαντινή προέλευση και υπάρχει και βάσιμη πιθανότητα, το χωριό να πήρε τη συγκεκριμένη ονομασία από τα πολλά μοναστήρια – μικρά και μεγάλα – που λειτούργησαν στην περιοχή κατά τη Βυζαντινή Περίοδο.   Πιστεύουμε πως αυτή είναι και η επικρατέστερη εκδοχή προέλευσης του ονόματος Μονάγρι, γιατί στην γύρω περιοχή λειτούργησαν κάποια μοναστήρια.   Ακόμα, υπάρχει και η άποψη πως, σε κάποιες σπηλιές γύρω από τον οικισμό, κατέφευγαν κακοποιά στοιχεία, που έφταναν εκεί από άλλες περιοχές του νησιού και κρύβονταν ώστε ν’ αποφύγουν τη σύλληψή τους.  Οι κακοποιοί λέγονται και άγριοι κι επειδή μόναζαν (έμεναν) στις σπηλιές, η τοποθεσία πήρε το όνομα Μονάγρι, δηλαδή Μονή  αγρίων.  Όμως, η εκδοχή αυτή φαντάζει απομακρυσμένη, γιατί δεν είναι αρκετά διαδομένη, στην τοπική, λαϊκή παράδοση.

Κατά προσωπική μας άποψη, μπορεί να καταγραφεί και η ακόλουθη εκδοχή αναφορικά με την προέλευση του ονόματος του χωριού.  Αυτό, να πρέρχεται από τις λέξεις μονή (που σημαίνει μονάζω, διαμένω) και την αρχαία άγρα (που σημαίνει κυνήγι).  Δηλαδή, στην περιοχή όπου ιδρύθηκε ο οικισμός, υπήρχε αφθονία κυνηγίου, γεγονός που αποτέλεσε αφορμή, ώστε να δοθεί στο χωριό η συγκεκριμένη ονομασία.

Εκτός από Μονάγρι, παλαιότερα – τέλη του 19ου και αρχές του 20ου αιώνα – το χωριό ονομαζόταν Μονάγριον.  Αυτό, πιστοποιείται από εκκλησιαστικούς καταλόγους, όταν διεξήχθηκαν εκλογές γι’ ανάδειξη Αρχιερέων στην Κύπρο και το Μονάγριον είχε ως σταθμό ψηφοφορίας το Κοιλάνιον.* (Θεόδωρος Παπαδόπουλος, Η διοργάνωσις του Εθνικού Κινήματος 1901 – 1931, Λευκωσία, 2009, σελ. 326).

Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας (1192 – 1489) το Μονάγρι ήταν φέουδο.  Σε παλιούς κυπριακούς χάρτες είναι σημειωμένο ως Monag. Δεν γνωρίζουμε σε ποιά μεσαιωνική οικογένεια ανήκε, αλλά είναι πιθανό να πρόκειται για το χωριό το οποίο ο Γεώργιος Βουστρώνιος σημειώνει στο Χρονικό τους ως Μονιάτην. Ο μεσαιωνικός αυτός χρονογράφος αναφέρει ότι ο Μονιάτης και η Κουκά ανήκαν κατά τα μέσα του 15ου αιώνα στον ευγενή Αλέξανδρο Καππαδόκη. Από αυτόν τα αφαίρεσε ο βασιλιάς της Κύπρου Ιάκωβος Β΄ και τα εκχώρησε σε άλλο ευγενή – τον Μπαλιάν Σαλάκχα – που ήταν υποστηρικτής του.

Να σημειωθεί ότι, στη χερσόνησο Καρπασίας λειτούργησε οικισμός με την ίδια ακριβώς ονομασία, Μονάγρι.  Εκτός άλλων, είναι καταγραμμένο και στο δεύτερο Εκλογικό Διαμέρισμα, με Σταθμό Ψηφοφορίας την Αιγιαλούσα.*(Θεόδωρος Παπαδόπουλος, Η διοργάνωσις του Εθνικού κινήματος 1901 – 1931, Λευκωσία, 2009, σελ. 360).

Παρουσιάζουμε τα χωριά που ψήφισαν, στην κατεχόμενη σήμερα, κωμόπολη Αιγιαλούσας:

Στα ακόλουθα χωριά της επαρχίας Αμμοχώστου υπάρχουν τοποθεσίες που φέρουν το όνομα Μονάγρι: Αιγιαλούσα, Εφτακώμη, Γαλάτεια, Στρογγυλός.  Σε ένα άλλο χωριό της ίδιας επαρχίας, τη Μελάναρκα, υπάρχει τοποθεσία καλούμενη «Μοναγρίδιν».*(Christodoulou Menelaos – Constandinides Constantinos, Towns and villages of Cyprus and their toponyms, Nicosia, 1987) και *(Πηλαβάκης Κώστας, Λαογραφική Κύπρος, τ. ζ΄, Λευκωσία, 1977, σελ. 78).

Στην κατεχόμενη Καρπασία, κοντά στο παράλιο χωριό Μπογάζι, λειτουργεί οικισμός, που φέρει το όνομα «Μοναρκά».  Είναι μικρός οικισμός, αρχικά κατοικείτο από Έλληνες, ενώ στη συνέχεια κατά την Τουρκοκρατία κατοικήθηκε από Οθωμανούς.

ΧΟΙΡΟΚΟΙΤΙΑ:  Το όνομα του χωριού είναι σύνθετο, χωρίς όμως να είναι γνωστή η ακριβής προέλευση του, αφού υπάρχουν αρκετές πιθανότητες παραμόρφωσης του, είτε από αμάθεια, είτε από την επίδραση του λογιοτατισμού. Στην περίπτωση της Χοιροκοιτίας υπάρχει αφθονία απόψεων αναφορικά με την προέλευση της ονομασία της.

Μια πρώτη άποψη είναι, πως τα συνθετικά του προέρχονται από τα ουσιαστικά χοίρος και κοίτη. Δηλαδή στο μέρος όπου αναπτύχθηκε το χωριό, τρέφονταν κοπάδια χοίρων. Γι’ αυτό και το μέρος ονομάστηκε Χοιροκοιτία, από τη σύνθεση των λέξεων «χοίρων – κοίτη». Η συγκεκριμένη άποψη πρέπει να θεωρείται αρκετά βάσιμη, γιατί αν δε γινόταν εκτροφή χοίρων, είναι γνωστό ότι, στα παλιά χρόνια σε διάφορες περιοχές της Κύπρου, ζούσαν αγέλες αγριόχοιρων. Πάντως το ανώμαλο, ημιορεινό έδαφος της Χοιροκοιτίας, ήταν κατάλληλο για την κατοίκηση αγριόχοιρων.  Το κυνήγι ήταν από τα πιο αγαπημένα «αθλήματα» των βασιλιάδων του νησιού, κατά τη μεσαιωνική περίοδο κι ανάμεσα στα θηράματα, περιλαμβάνονταν και οι αγριόχοιροι, το κρέας των οποίων ήταν πολύ νόστιμο.

Δεύτερη άποψη, αναφέρει πως, το όνομα του οικισμού προήλθε από τις λέξεις γύρος και οικία, γιατί τα πρώτα σπίτια του αρχαίου οικισμού είχαν στρογγυλό σχήμα. Δηλαδή για παράδειγμα, κάποιοι έλεγαν  «Γυροοικία» και με την παραφθορά έγινε Χοιροκοιτία. Η εκδοχή αυτή, κατά την άποψη μου, είναι τελείως αβάσιμη, αφού ο αρχαίος οικισμός της Χοιροκοιτίας, ήρθε στην επιφάνεια μόλις το 1936, ενώ το κατοικημένο χωριό, υπάρχει μ’ αυτή την ονομασία, μάλλον από την Κυπροβυζαντινή περίοδο (4ος – 12ος αιώνας μ.Χ).

Μια τρίτη εκδοχή στηρίζεται σε τοπική παράδοση και σχετίζεται με τη ρήγαινα και τον πύργο της, στον οποίο η βασίλισσα συνήθιζε να παραθερίζει. Κάποτε ενώ η ρήγαινα  (βασίλισσα) της Κύπρου βρισκόταν στον πύργο της στη Χοιροκοιτία, για παραθέριση, την επισκέφθηκε μια φίλη της που κατοικούσε στην Πάφο. Η γυναίκα κατά την επίσκεψη της στον πύργο, μόλις αντίκρυσε τη φίλη της βασίλισσα, την προσφώνησε με τη φράση, «Χαίρε Κιτία», η οποία ερμηνεύεται: Να χαίρεσαι, που μένεις στην περιοχή του Κιτίου ή να χαίρεσαι βασίλισσα της Κύπρου, αφού για μια περίοδο, στα χρόνια της αρχαιότητας, η Κύπρος ονομαζόταν Κιτία. Από εκείνη την περίοδο ο βασιλικός πύργος και γενικότερα ολόκληρος ο οικισμός πήραν το όνομα «Χαιρεκιτία», η οποία με το πέρασμα του χρόνου, μετατράπηκε σε Χοιροκοιτία. Όπως σημειώνει ο μεγάλος Κύπριος Λαογράφος κι εκπαιδευτικός μακαριστός Ξενοφών Φαρμακίδης, στο βιβλίο του «Κύπρια Λαογραφικά Σπουδάσματα», που κυκλοφόρησε το 1944, τη  συγκεκριμένη δικαιολογία της ονομασίας του χωριού, οι κάτοικοι της κοινότητας τη διηγούνται με κάποια περηφάνεια, σε κάθε επισκέπτη που ζητά πληροφορίες για την προέλευση της ετυμολογίας του ονόματος του χωριού. Ο Ξ. Φαρμακίδης έδωσε την πιο πάνω εικόνα, γιατί  το 1925 εργαζόταν ως δάσκαλος στη Χοιροκοιτία και κάποια γεγονότα τα έζησε από κοντά. Τη σχέση του χαιρετισμού προς τη βασίλισσα, με την ονομασία του χωριού, παραθέτει και ο Κύπριος συγγραφέας Γεώργιος Φραγκούδης, με διαφορετικό όμως τρόπο. Σημειώνει ο Φραγκούδης: «Του ονόματος Χοιροκιτία δύω φέρονται παραγωγαί. Κατά την μίαν τούτων, η κώμη εκλήθη ούτως, διότι πας ο διερχόμενος εκείθεν ώφειλε να χαιρετίση αποκαλυπτόμενος την εν τω εκεί πύργω διαμένουσαν Ρήγισσα, ότε η Χοιροκοιτία δέον να καλήται Χαιρεκοιτία». (Η ορθογραφία διατηρείται).

Τέταρτη άποψη, που αναφέρθηκε παλαιότερα, για να δικαιολογήσει την προέλευση του τοπωνύμιου, είναι πως αυτό σχηματίστηκε από τις λέξεις ιερό και κοίτη. Η περιοχή στην οποία άκμασε ο οικισμός ήταν κοίτη ενός ιερού κτίσματος, δηλαδή Ιεροκοιτία. Ούτε κι αυτή η άποψη δεν μπορεί ν’αποκλειστεί, γνωστού του γεγονότος, πως σε περιοχή του χωριού, υπάρχει από τη βυζαντινή περίοδο ο ναός της Παναγίας του Κάμπου. Ένα ιερό οικοδόμημα -για πολλά χρόνια, το μοναδικό στη Χοιροκοιτία- το οποίο ίσως ν’ αποτέλεσε αφορμή, για την ονομασία του οικισμού. Οι άνθρωποι που δικαιολόγησαν μ’ αυτό τον τρόπο, το σχηματισμό της ονομασίας του χωριού, πιθανόν να είχαν στη σκέψη τους την αρχαία Ιεροκηπεία, η οποία αργότερα  παραφθάρηκε σε  Γεροκηπεία και κατέληξε σε Γεροσκήπου.

Άλλη άποψη είναι, πως σε κάποια περίοδο, το χωριό ονομαζόταν «Σιδηροκοιτίδα» κι αυτό από την εκεί ύπαρξη κοιτασμάτων σιδήρου.

Αξίζει ν’ αναφερθεί και η ετυμολογία Σύρων κοίτη, δηλαδή μέρος όπου «κείνται» νεκροί Σύροι πολεμιστές, οι οποίοι σκοτώθηκαν στη μάχη που διεξήχθηκε έξω από τη Χοιροκιτία, το 1426 μ.Χ. ανάμεσα στους Κύπριους και στους Άραβες.

Στη συνέχεια, για την προέλευση της ονομασίας Χοιροκοιτία, έχουμε την κυπριακή ονομασία «Σιερουηδκιά ή Σσιροηδκιά»,  που χρησιμοποιείται αρκετά από τους κατοίκους της περιοχής και η οποία έδωσε αφορμή για την ακόλουθη ετυμολογία: Λέγεται πως κάποτε στο χωριό ζούσε μια γριά γητεύτρια, η οποία έκανε γητειές με τα χέρια της, γι’αυτό επωνομάστηκε «Σιερουηδκιά». Άλλοι πάλι υποστήριξαν πως στο χωριό κατοικούσε ένας ξακουστός μάγος ο οποίος μάντευε με τις γραμμές της παλάμης των χεριών. Έτσι από τα συνθετικά χειρ και γητεία, προήλθε η ονομασία «Χειρογητεία» Αυτή, με την πάροδο του καιρού παραφθάρηκε και κατέληξε σε Χοιροκοιτία. Φυσικά η ορθογραφία της ονομασίας, δε δικαιολογεί την πιο πάνω ετυμολογία. Αυτό όμως δεν πρέπει να ξενίζει, γιατί κάτι τέτοιο (ορθογραφική αλλοίωση) παρατηρείται και σε πολλά άλλα τοπωνύμια.

Τέλος, κάποιοι εξέφρασαν την άποψη, πως πιθανόν το χωριό να πήρε το όνομά του από το φυτό ανόνη η χερομολία (Anona cherimolia), το οποίο καλλιεργείτο στο νησί  στα περασμένα χρόνια. Από τη χερομολία πώς κατέληξε στη Χοιροκοιτία, είναι κάτι που δεν πρέπει να ξενίζει, αφού πολλά ονόματα, υπέστησαν αρκετές παραφθορές.

 ΤΟΧΝΗ:  Αναφορικά με την ονομασία του χωριού, δεν υπάρχει κάποια συγκεκριμένη εκδοχή, που να  δικαιολογεί την προέλευσή του.  Προτού προχωρήσουμε σε κάποιες αναλύσεις σχετικά με την  προέλευση του ονόματος του χωριού, σημειώνουμε τα ονόματα με την γραφή, που κατά καιρούς χρησιμοποιήθηκαν από ιστορικούς, συγγραφείς και χαρτογράφους:  Tokhni, Dochmi, Jochni, Santa Crose, Tochni, Togne, Togni, Tokhne.* (Σωκράτης Αντωνιάδης, Μεσαιωνικά  κατάλοιπα στην επαρχία Λάρνακας, Λάρνακα, 2012, σελ. 245).

Οι κάτοικοι της κοινότητας πιστεύουν πως αυτή αποτελεί παραφθορά της λέξης τέχνη. Τέχνη με την οποία κτίστηκε πάνω σε γεφύρι ο Ιερός Ναός, που σήμερα είναι αφιερωμένος στους Ισαποστόλους Αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη και κατά τη γνώμη άλλων κατοίκων, από τη τέχνη με την οποία είναι κατασκευασμένα τα πετρόκτιστα σπίτια της κοινότητας. Για το κτίσιμο των σπιτιών, στα παλιά χρόνια εργάστηκαν σπουδαίοι τεχνίτες, αυτόχθονες κάτοικοι. Ήταν το χωριό των τεχνιτών ή «τοχνιτών» καθώς αναφέρουν μερικοί σημερινοί κάτοικοι και ίσως από αυτό το γεγονός να προήλθε και η ονομασία της κοινότητας.

Ο Κύπριος εκπαιδευτικός και αξιόλογος λαογράφος Κώστας Πηλαβάκης, σε μελέτη του στο περιοδικό «Λαογραφική Κύπρος», αναφέρει  την πιθανότητα η ονομασία του χωριού να προέρχεται από τη λέξη Δόχμη ή δοχμή, που σημαίνει παλάμη – σπιθαμή και στη συγκεκριμένη περίπτωση ερμηνεύεται ως διάστημα που μετριέται με το πλάτος του ενός χεριού. Ίσως κάποιοι συνήθιζαν να  λέγουν είναι μια σπιθαμή (μια δοχμή) χωρκόν, και από αυτό να προέκυψε η ονομασία που τελικά επικράτησε. Άξιο αναφοράς είναι και το επώνυμο της Παναγίας της Δόχνης, που αναφέρεται από τον Ρώσο μοναχό και μοναστηριοδίφη Βασίλειο Μπάρσκυ (18ος αιώνας). Με βάση το Παρθενομητορικό επώνυμο, μπορεί να ειπωθεί πως η Τόχνη, σε κάποια περασμένη εποχή ονομαζόταν Δόχνη και αυτό από παραφθορά της λέξης Δόχμη, η οποία καθώς προαναφέρθηκε, πιθανόν να αποτέλεσε παλαιότερη ονομασία του χωριού. Φυσικά, κάποιοι μελετητές σημειώνουν πως ο Μπάρσκυ, όταν αναφέρεται στην Παναγία της Δόχνης εννοεί το μοναστήρι της Παναγίας του Τοχνιού, που λειτούργησε μέχρι και τα μέσα του 19ου αιώνα στην χερσόνησο της Καρπασίας. Καθόλου απίθανο όμως, και το μοναστήρι του Τοχνιού να πήρε την επωνυμία του από το χωριό Τόχνη, αφού ένας από τους αξιολογότερους αγιογράφους Παναγιών, που έζησε κατά το 16ο και 17ο  αιώνα, ήταν ο Λουκάς Τοχνίτης.  Ένα εικόνισμα της Αειπαρθένου Μαρίας, ιστορημένο από τον Τοχνίτη, ίσως να στάθηκε αφορμή για να δοθεί στην Παναγία και την Ιερά Μονή το προσώνυμο του Τοχνιού.

Μια τελευταία άποψη για το όνομα του χωριού, είναι πως αυτό προέρχεται από τη λέξη «όχνη», που σημαίνει αγριαπιδιά.  Με την προσθήκη του γράμματος «τ» μπροστά από την «όχνη», προκύπτει το όνομα του χωριού Τόχνη.

Αν και η πλειοψηφία των κατοίκων ήταν Τούρκοι, η πιθανότητα η λέξη Τόχνη να έχει τουρκική προέλευση πρέπει να αποκλειστεί, γνωστού ότι η τουρκοκυπριακή κοινότητα στο νησί δημιουργήθηκε μετά την κατάληψη της Κύπρου από τους Οθωμανούς το 1571 μ.Χ., ενώ σε προηγούμενες ιστορικές και αρχαιολογικές περιόδους, το τουρκικό στοιχείο στο νησί ήταν τελείως ανύπαρκτο. Για ιστορικούς λόγους, σημειώνουμε πως οι Τούρκοι κάτοικοι του χωριού το ονόμαζαν Taşkent, που ερμηνεύεται, πετροχώρι.

ΠΥΡΓΑ ΛΑΡΝΑΚΑΣ:  Για την  ονομασία  του  χωριού,  επικρατούν  τρεις  εκδοχές,  οι  οποίες  παρατίθενται  πιο  κάτω,  όπως  τις  διασώζουν  μέχρι  σήμερα,  οι  αυτόχθονες  κάτοικοι  του  χωριού.  Μια  πρώτη  εκδοχή  είναι   πως  η  ονομασία  της  κοινότητας  προήλθε  από  την   ύπαρξη  πολλών  πύργων,  οι  οποίοι   ήταν  κτισμένοι  σε  περίοπτα  σημεία  γύρω  από   τον  οικισμό.  Η  συγκεκριμένη  εκδοχή   δεν  πρέπει  να  ξενίζει,   γιατί   γι΄ αρκετούς  αιώνες – βυζαντινή  και  μεσαιωνική  περίοδος –  τόσο  η  αυτοκρατορία  του  Βυζαντίου,  όσο  και  οι  ξένοι  κατακτητές  του  νησιού,  έκτιζαν  παρατηρητήρια,  τις  καλούμενες  «βίκλες»  σε  διάφορες  προνομιακές   περιοχές,  μέσα   από  τα  οποία  έλεγχαν  και  αντιμετώπιζαν  εχθρικές  κινήσεις.  Εδώ  πρέπει  ν’ αναφερθεί  πως  ένα  βουνό  που  βρίσκεται  στην  έκταση  των  Πυργών,  ονομάζεται  «Βίκλα».  Η  περιοχή  όπου  είναι  αναπτυγμένη  η  κοινότητα  Πυργών,  είναι  πραγματικά  προνομιακή,  τόσο  για  τα  πολλά   υψώματα  (λόφοι,  βουνά)  όσο  και  για  το  γεγονός  ότι  από  τα  παλιά  χρόνια  αποτελούσε  και  αποτελεί  συγκοινωνιακό  κόμβο  των  μεγαλύτερων,  κυπριακών  πόλεων.  Αυτή  η  εκδοχή   ενισχύεται  από κάποιους  κυπριακούς   χάρτες   που  τυπώθηκαν  το  1560  και  το  1562  από  τον  Ιταλό  Ferrandus Bertelli  και  στους  οποίους  σημειώνονται  δυο  πύργοι  στη  βορειοανατολική  πλευρά  της  επαρχίας  Λάρνακας. Το  γεγονός  καταγράφεται  ως  απλή  αναφορά,  γνωστού  ότι,  πολλοί  μεσαιωνικοί  χαρτογράφοι  ένεκα  έλλειψης  των  κατάλληλων  γεωμετρικών  οργάνων από  μέρους  τους  αλλά  και  ακριβέστερων  γεωγραφικών  στοιχείων,  δεν  σημείωναν  τα  χαρτογραφικά  τους  δεδομένα  με  την  πρέπουσα  ακρίβεια.

Δεύτερη  εκδοχή,  σχετικά  με  την  ονομασία  του  χωριού,   είναι  πως   αυτή  προήλθε  από  το  κόκκινο  (πυρρό)  χρώμα  των  εδαφών  του,  δηλαδή  η  λέξη  Πυρκά,  σημαίνει   κοκκινοχώματα.  Κι  αυτή  η  εκδοχή  έχει  τη  βασιμότητά  της,  αφού  στην  πραγματικότητα  πολλά  εδάφη  που  βρίσκονται  στην  έκταση  των  Πυργών  έχουν  χρώμα  κοκκινωπό.

Η  τρίτη  εκδοχή,  που  σχετίζεται   με  την  ονομασία  του  χωριού,  συνδέεται  με  τα  πολλά  καμίνια,  είτε   παρασκευής  κάρβουνων,  είτε  κατασκευής  πήλινων  αγγείων,  είτε  επεξεργασίας  μεταλλευμάτων,  που  λειτουργούσαν   στην  περιοχή  κατά  τους  περασμένους  αιώνες.  Από  τη  φωτιά  (πυρ)  που  άναβαν  στα  καμίνια,  πήρε  και  το  χωριό  την  ονομασία  του.  Η  τελευταία   εκδοχή  αν  και  δεν  αποκλείεται,  φαίνεται  κάπως  εξωπραγματική.