Η πρώτη αναφορά για τη ναυμαχία της Κεραμαίας, γίνεται από το μεσαιωνικό χρονογράφο Παύλο  διάκονο (720 – 795 μ.Χ.) από τη Λομβαρδία, στο έργο του «Historia Miscella». Η ναυμαχία έγινε  κατά το 747 μ.Χ. στα χρόνια του βυζαντινού  αυτοκράτορα  Κωνσταντίνου Ε΄ (741 – 775 μ.Χ.), γνωστού με το επώνυμο «Κοπρώνυμος». Η είδηση της ναυμαχίας καταγράφεται κι από το Θεοφάνη τον Ομολογητή, ο οποίος έζησε σχεδόν την ίδια εποχή με το Λομβαρδό διάκονο Παύλο. Γράφει ο Θεοφάνης:

«….αυτίκα ο των Αγαρηνών στόλος κατέλαβεν από Αλεξανδρείας εν Κύπρω, ένθα ην και ο ρωμαϊκός (βυζαντινός) στόλος, ο δε στρατηγός των Κιβυραιωτών επιπεσών αυτοίς αίφνης εν τω λιμένι των Κεραμαία και κρατήσας το στόμιον του λιμένος, χιλίων δρομώνων όντων τρεις μόνους εξειλήσαι φασιν.»

Ερμηνεία: «Ο στόλος των Αγαρηνών ξεκίνησε από την Αλεξάνδρεια για την  Κύπρο, όπου βρισκόταν και ο βυζαντινός στόλος, ο δε στρατηγός των Κιβυραιωτών τους επιτέθηκε ξαφνικά στο λιμάνι της Κεραμαίας και αφού απέκλεισε το στόμιον του λιμανιού, από τα χίλια πολεμικά καράβια, μόνον τρία διασώθηκαν.»

Οι Κιβυραιώτες ήταν κάτοικοι της μικρασιατικής πόλης Κιβύρα στην επαρχία Καρίας. Διέθεταν ισχυρότατο πολεμικό στόλο, ο οποίος το 747 μ.Χ. έφτασε στη θαλάσσια περιοχή της Κύπρου και κατασκόπευε τον αραβικό στόλο.

Σε αντίθεση με το Θεοφάνη, ο Λομβαρδός Παύλος διάκονος, αναφέρει πως ο αραβικός στόλος αποτελείτο από τριάντα δρόμωνες (πολεμικά καράβια) και όχι χίλιους. Πιστεύεται πως η αναφορά του Παύλου διακόνου βρίσκεται πλησιέστερα προς την αλήθεια, γιατί ο αριθμός των χίλιων πολεμικών καραβιών κρίνεται πολύ μεγάλος, γνωστού ότι και ο κόλπος του Μαζωτού -αν φυσικά προσάραξαν σ’ αυτόν τα καράβια- δεν είχε τέτοια χωρητικότητα, ώστε να φιλοξενήσει τον πολυάριθμο στόλο.

Η μάχη της Κεραμαίας αναφέρεται και σε συγγράμματα Ελλήνων ιστορικών, όπως του Κ. Παπαρηγόπουλου, των Δ. Απέργη και Κ. Εμμανουήλ, κ.ά. Ο Παπαρηγόπουλος σημειώνει για τη ναυμαχία: «Κατά δε το επόμενον έτος (747 μ.Χ) εξέπεμψεν ο Κωνσταντίνος ο Ε΄ στόλον ισχυρόν,…….ήτις εν μέρει είχεν ήδη ανακτηθή επί Ιουστινιανού του Β΄ ή επί Λέοντος ίνα εκείθεν απειλήση τα παράλια της Συρίας και Αιγύπτου. Οι μωαμεθανοί μαθόντες τα μελετώμενα απέστειλαν εξ Αλεξανδρείας επί την αυτήν νήσον ναυτικήν δύναμιν, ήτις λέγεται, εισήλθεν εις τινα λιμένα της Κύπρου ον οι χρονογράφοι καλούσιν Κεραμαίαν. Ενταύθα δ’ απελθών ο ναύαρχος του Ελληνικού στόλου διέπραξε κατόρθωμα αντάξιον των αναμνήσεων της παραλίας ταύτης περί ής τοσάκις ηγωνίσθησαν και εθριάμβευσαν οι προπάτορες ημών. Διό καταλαβών το στόμιον του λιμένος τοσαύτην επήνεγκε δια του υγρού πυρός φθοράν εις τους πολεμίους ώστε κατά τον Θεοφάνην εκ χιλίων δρομώνων δεν εσώθησαν ειμή τρεις. Δυστυχώς ο Κωνσταντίνος δεν ηδυνήθη να εξακολουθήση τα λαμπρά ταύτα κατά των Αράβων τρόπαια, διότι κατά το αυτό έτος ενέσκηψεν εις το κράτος συμφορά δεινή (λοιμός) ήτις εδέησε ν’ αποσπάση άπασαν την προσοχήν αυτού και ενέργειαν». Ο Δ. Απέργης και Κ. Εμμανουήλ, στον 7ο τόμο του βιβλίου τους «Νέα Γενική Ιστορία των Ελλήνων» γράφουν τ’ ακόλουθα για τη ναυμαχία: «Το επόμενον έτος απέστειλεν (ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ε΄) ισχυρόν στόλον εις Κύπρον, ο οποίος δια του υγρού πυρός κατέκαυσεν εις τον λιμένα Κεραμέαν τον εκ χιλίων δρομώνων αποτελούμενον αραβικόν στόλον, εκ των οποίων μόνον τρεις διεσώθησαν.»  

 Ο Λατίνος μεσαιωνικός χρονικογράφος De Mas Latrie, στην προσπάθεια του να προσδιορίσει τη γεωγραφική θέση της πόλης Κεραμαίας, αφού αποκλείει το λιμάνι της Κερύνειας στη βόρεια ακτή του νησιού, τοποθετεί την πόλη στη νότια ακτή. Πιστεύει πως βρισκόταν ανάμεσα στην αρχαία Αμαθούντα και το Κίτιο, στην παραλία του χωριού Μαζωτός, όπου ευρίσκεται, καθώς αναφέρει, η χώρα των Κερατεών και το ακρωτήριον Κεράτιον. Δηλαδή ο Mas Latrie, υπέθεσε πως ο Παύλος διάκονος και λίγο αργότερα ο Θεοφάνης Ομολογητής, λανθασμένα σημείωσαν την πόλη ως Κεραμαία, αντί Κερατέα. Κερατέα ονομάζεται το χαρουπόδεντρο και όπως είναι γνωστό, στην αναφερόμενη περιοχή του Μαζωτού, υπήρχαν από τα πολύ παλιά χρόνια πολλά χαρουπόδεντρα. Πάντως, ο φυσικός κόλπος και βράχοι που υπάρχουν εκεί, δηλώνουν την ύπαρξη λιμανιού.