ΚΥΠΡΙΕΣ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΕΣ Ή ΑΜΜΑΔΕΣ: Στην Κύπρο μπορεί να μην έχουμε μεγάλο αριθμό Γεροντισσών ή Πνευματικών Μητέρων, όμως, υπήρξαν κάποιες οσιακές μορφές από την πρωτοχριστιανική περίοδο μέχρι τις μέρες μας και ορισμένες από αυτές έτυχαν αγιοκατάταξης από την Εκκλησία. Τέτοιες μορφές, αναφέρονται η Αγία Κωνσταντία η εν Πάφω, η Αγία Βρυένη που ασκήτεψε κοντά στο χωριό Μανδριά της Πάφου, η Αγία Φωτού η Καρπασίτιδα, ενώ από τις νεότερες, μνημονεύουμε την ηγουμένη Συγκλητική της ιεράς Μονής Αγίου Γεωργίου Αλαμάνου, την ηγουμένη Χαριθέα της ιεράς Μονής Αγίου Ηρακλειδίου, την Μητροδώρα την έγκλειστη, την Μαρία την ψηλή κ.ά.
Η Αγία Κωνσταντία η εν Πάφω (4ος αιώνας): Η ευλαβής αυτή γυναίκα υπήρξε μαθήτρια του Αγίου Μεγάλου Ιλαρίωνος. Όταν ο Άγιος έφθασε στην Κύπρο, συνοδευόμενος από τον μαθητή του Ησύχιο, έζησαν ασκητικά σε σπηλιά στην τοποθεσία «Μούττη τ’ Άη Λαρκού», έξω από το χωριό Επισκοπή του Μωρού Νερού στην επαρχία Πάφου. Μερικοί μελετητές αναφέρουν πως, ο Άγιος έζησε εκεί για έξι χρόνια, από το έτος 367 μέχρι το 373 μ. Χ., οπότε κοιμήθηκε, ενώ άλλοι μιλούν, πως, παρέμεινε εκεί για δεκαέξι χρόνια. Η σπηλιά, μέσα στην οποία πέρασε την ησυχαστική του ζωή ο Όσιος, σώζεται μέχρι σήμερα. Κατά την παραμονή του στην σπηλιά, τον διακονούσε μία ασκήτρια ονομαζόμενη Κωνσταντία, η οποία μετά την κοίμηση του Αγίου, είχε διακαή πόθο όπως μιμηθεί τον Όσιο Ιλαρίωνα στα ασκητικά του παλαίσματα. Γι’ αυτό το λόγο, παρέμεινε στο μέρος όπου ασκήθηκε και ενταφιάστηκε ο Άγιος, αγωνιζόμενη και προσευχόμενη νύκτα και μέρα, μέχρι την πραγμάτωση της ψυχικής της τελείωσης. Και όντως, η αγία αυτή γυναίκα, με την ακλόνητη πίστη της στον Θεό και τις πρεσβείες του Αγίου Ιλαρίωνος του Μεγάλου, καθώς πληροφορεί ο συναξαριστής της, αξιώθηκε να επιτελεί θαύματα. Όταν κάποτε κλάπηκε το λείψανο του Αγίου και μεταφέρθηκε στην Παλαιστίνη, μόλις πληροφορήθηκε περί της κλοπής η Κωνσταντία «εξέπνευσε», μαρτυρώντας έτσι με τον θάνατό της, τον πόθο και την ευλάβεια που έτρεφε στον Όσιο διδάσκαλό της. Η Αγία Κωνσταντία έχει πλήρη ακολουθία στα Κύπρια Μηναία και η Μνήμη της εορτάζεται στις 25 Αυγούστου.
Οι άγιες και ασκητικές μορφές δεν έλειψαν ποτέ από την αγία νήσο, όπως, πρώτος αποκάλεσε το νησί μας ο Λεόντιος Μαχαιράς. Αν γυρίσουμε στα κυπριακά χωριά και πλησιάσουμε τις μητέρες και τις γιαγιάδες, τους πατεράδες και τους παππούδες, θα συγγράψουμε βιβλία ολόκληρα, με θαυμαστά γεγονότα και αγωνιζόμενες μορφές. Πρέπει και στις μέρες μας να ανακαλύψουμε και να αναδείξουμε Γεροντάδες και Γερόντισσες που θα μας διδάξουν και θα μας καθοδηγήσουν, ώστε να ανατρέψουμε τη λανθασμένη πορεία που ακολουθούμε και η οποία πνευματικά μας έχει ναρκώσει. Και να μη ξεχνούμε, πως, όσο κοιμούμαστε πνευματικά, δε διαφέρουμε από τους νεκρούς.
Γερόντισσα Συγκλητική ( – 1988): Καταγόταν από την Πάφο και κάρηκε Μοναχή κατά τη δεκαετία του 1930, στην Ιερά Μονή Αγίου Αντωνίου στη Δερύνεια. Στη συνέχεια, με τη διάλυση της εν λόγω Μονής, εγκαταβίωσε στην ανασυσταθείσα ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Αλαμάνου, όπου εκλέχτηκε ως πρώτη ηγουμένη. Η χειροθεσία της έγινε στον ιερό Ναό Παναγίας Καθολικής στην Λεμεσό, από τον τότε Μητροπολίτη Κιτίου Μακάριο, ο οποίος δήλωνε στην Αδελφότητα, ότι ήθελε να στηρίξει προσωπικά το νέο μοναστήρι, πριν την αποχώρησή του από τον κιτιακό θρόνο, αφού προοριζόταν να αναλάβει τον αρχιεπισκοπικό.
Η Συγκλητική μοναχή, μια χαρισματική μορφή ανάμεσα στα νεότερα μοναχικά βλαστάρια, ίσως να αποτελεί την ακριβότερη κληρονομιά του σύγχρονου κυπριακού γυναικείου μοναχισμού. Προικισμένη με πολλές αρετές – σοβαρή, ευγενική, ήρεμη, ανεξίκακη, φιλάνθρωπος, ελεήμων, καλοσυνάτη, κ.ά. – γρήγορα κέρδιζε το σέβας και την εμπιστοσύνη των υποταγμένων στο λόγο και το πνεύμα της, δοκίμων μοναζουσών. Η Γερόντισσα, έμοιαζε με δέντρο σκιερό και δροσερό, με συνεχή καρποφορία και στη σκιά του αναπαύονταν κουρασμένοι οδοιπόροι, ταλαιπωρημένοι από τα κοσμικά προβλήματα, τις δυσκολίες και τα κτυπήματα της ζωής. Όλοι αυτοί ξεκουράζονταν, ηρεμούσαν και γεύονταν τους γλυκείς καρπούς που τους προσφέρονταν.
Συμπερασματικά λοιπόν, η ηγουμένη Συγκλητική, υπήρξε η ευγενέστερη μορφή του σύγχρονου γυναικείου κυπριακού μοναχισμού. Επί διακονίας της, η Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Αλαμάνου, δέχθηκε στις αγκάλες της τον μεγαλύτερο αριθμό μοναζουσών όλων των εποχών. Από τον Αλαμάνο άνοιξαν τις φτερούγες τους, μικρές, ώριμες Αδελφότητες, οι οποίες ξεμαντάλωσαν τις πόρτες ερειπωμένων μοναστηριών και ξανάναψαν τα σβηστά κανδήλια των Αγίων.
Η Γερόντισσα Συγκλητική αποτελούσε το κυριότερο στήριγμα και τη μεγάλη ασφάλεια της Αδελφότητας. Βρισκόταν συνέχεια δίπλα σε όλες τις μοναχές και της κάθε μίας ξεχωριστά. Το πρόβλημά τους γινόταν και δικό της, μέχρι την επίλυσή του. Συμπαραστεκόταν και σε επισκέπτες, γνωστούς και άγνωστους που κατέφευγαν στη βοήθειά της. Εφάρμοζε έμπρακτα τον ευαγγελικό λόγο, «Παντί δέ τῶ αἰτοῦντι σε δίδου». (Κατά Λουκάν, 6, 30.) Αν η Μονὴ κατείχε χρήματα, τα ελεήμονα χέρια της έδιναν όπου κρινόταν αναγκαίο, εφαρμόζοντας το ψαλμικό, «και πτωχῶ ἔκτεινον την χεῖραν σου, ἵνα τελειωθεῖ ἡ εὐλογία σου…» Σε περιπτώσεις που είχε την δυνατότητα να μεριμνήσει για συνανθρώπους μας που αντιμετώπιζαν κάποιες ανάγκες, το έπραττε άμεσα, κυρίως με τηλεφωνήματα και αυτό, πολλές φορές στην παρουσία τους. Γνώριζε ότι, για όσα συνέβαιναν στο μοναστήρι, θα έδινε λόγο στο Θεό.
Ένα παράδειγμα μέσα από το οποίο φανερώνεται η ταπείνωση της Μητέρας Συγκλητικής, είναι το ακόλουθο: Ήταν η δεκαετία του 1960, όταν επισκέφθηκε το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου Αλαμάνου ένας Ρώσος ανώτερος κληρικός, συνοδευόμενος από Κύπριο Αρχιμανδρίτη. Σε μια στιγμή, ο τελευταίος, θέλησε να φανερώσει και ένα σημάδι της ταπεινότητας, που πλούσια κουβαλούσε στην ψυχή της η ηγουμένη της Μονής Γερόντισσα Συγκλητική. Μιλώντας ψιθυριστά στον επισκέπτη που συνόδευε, του έδειξε τον ευτελούς αξίας «τσίγκινο» Σταυρό, που κρεμόταν στο στήθος της Γερόντισσας. Τότε, ο Ρώσος κληρικός, χωρίς να κάνει κανένα σχόλιο, ξεκρέμασε από πάνω του τον περίτεχνα κατασκευασμένο χρυσό Σταυρό του και τον φόρεσε στην ηγουμένη. Παρά την ωραιότητα και την αξία του δώρου που δέχθηκε η μακαριστή Συγκλητική, τον φόρεσε ελάχιστες φορές, προτιμώντας τον Σταυρό που επέλεξε να φορεί.
Όταν γινόταν παγκοινιά (κοινή εργασία όλων των μοναχών) συμβούλευε την Αδελφότητα, κάθε Μοναχή να κάνει μία διαφορετική προσευχή. Κάποια να λέει τούς Χαιρετισμούς της Παναγίας, κάποια να λέει την ευχή, μία το «Πάτερ Ημών» και ούτω καθεξής. Για αποφυγή των πειρασμών από το άμεσο περιβάλλον της και για τυχόν κακούς λογισμούς, όταν κάποιος ξένος επισκεπτόταν το μοναστήρι και ήθελε να τη συναντήσει, συμβούλεψε την Αδελφότητα, να βρίσκεται πάντα κάποια μοναχή δίπλα της.
Γερόντισσα Χαριθέα (1915 – 2000): Η Γερόντισσα Χαριθέα ήταν μία πνευματική αρχόντισσα, με έκδηλα ψυχικά γνωρίσματα την σωφροσύνη, την πραότητα και την μειλίχια σοβαρότητα. Η κατά κόσμο Ελένη Χατζή Χάρου, γεννήθηκε στο χωριό Αθηαίνου της επαρχίας Λάρνακας, το 1915. Γονείς της ήταν ο Χαρίδημος και η Θεοδούλα, οι οποίοι, όπως και οι περισσότεροι συγχωριανοί τους, ασχολούνταν με το γεωργικό επάγγελμα, αφού ως είναι γνωστό, γύρω από την Αθηαίνου απλώνεται μεγάλη εύφορη πεδιάδα. Από τα παιδικά της χρόνια, η Ελένη, μαζί με τα υπόλοιπα τέσσερα αδέρφια της, βοηθούσαν στις χειρωνακτικές γεωργικές εργασίες, είτε αυτές γίνονταν στα χωράφια είτε στα αλώνια. Νέα κοπέλα, ένεκα του καλού και τίμιου χαρακτήρα της, αλλά και της ομορφιάς του προσώπου της, δεχόταν συχνά προτάσεις αρραβώνα, από νέους συγχωριανούς της. Σε προσωπικό της ημερολόγιό που φυλάσσεται στη Μονή, σημειώνει: «Δεν εσκεπτόμουν τον γάμο, ούτε από όλους όσους με εζητούσαν εις γάμον έβρισκα τον κατάλληλον και πάντα έλεγα όχι».
Ενόσω τα χρόνια περνούσαν, ο πατέρας της, συναισθανόμενος το χρέος της οικογενειακής αποκατάστασης των παιδιών του ανησυχούσε και γι’ αυτό ακριβώς το θέμα, λογομαχούσε με τη νεαρή Ελένη, η οποία φοβούμενη την πατρική ιδίως αντίδραση, ετοίμαζε «εν κρυπτώ» τα δικά της σχέδια.
Αφήνοντας τα οξυμμένα πνεύματα μελών της οικογένειας να καταλαγιάσουν, το 1944 η Ελένη εισήλθε ως δόκιμη στην Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στο Καϊμακλί, για να συνεχίσει εκεί τα ασκητικά παλαίσματα, τα οποία ξεκίνησε από την πολύ νεαρή της ηλικία. Ήταν ένα μοναστήρι Ιδιόρρυθμο, το οποίο δεν την ικανοποιούσε απόλυτα, για την καλλιέργεια και ανάπτυξη της πνευματικής της ζωής, αλλά εκείνη την περίοδο, δεν υπήρχαν πολλές επιλογές για τις κοπέλες που επέλεγαν βίο μοναστικό, αφού εκτός της Μονής του Σωτήρος, μια δεύτερη που λειτουργούσε στην Δερύνεια, ήτα επίσης Ιδιόρρυθμη. Στην Ιερά Μονή της μετάνοιας της, η Χαριθέα μοναχή έζησε μέχρι το 1962, χρονιά κατά την οποία, με ευλογία της ηγουμένης της Μονής, του Πνευματικού της, καθώς και του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Μακαρίου Γ΄, αναλάμβανε μαζί με δυο Αδελφές της ίδιας Μονής, το βαρύ και κουραστικό έργο της αναπαλαίωσης και επάνδρωσης της ακμάζουσας σήμερα, Ιεράς Μονής Αγίου Ηρακλειδίου.
Η Γερόντισσα θεωρούσε την απελπισία ως αμάρτημα που μας χωρίζει από τον Θεό. Γι’ αυτό τόνιζε συχνά, να μη φοβούμαστε το σατανά, γιατί έχουμε δύναμη ασυγκρίτως μεγαλύτερη από εκείνο. Ο σατανάς έλεγε, δεν μπορεί να αντισταθεί στη δύναμη του Θεού.
Για την συγκρότηση του πνευματικού οργανισμού, έλεγε πως, ο υπεύθυνος οφείλει να κλαίει μετά των κλαιόντων και να χαίρει μετά των χαιρόντων. Να κατεβεί στο επίπεδο του οποιουδήποτε αδελφού και να έχει τη δύναμη να τον σηκώσει από την πτώση του. Φυσικά, κάτι τέτοιο δεν είναι και τόσο εύκολο, διότι πολλές φορές βαρύνουν οι κληρονομικότητες και η περιορισμένη διανοητική δύναμη – όπως υποστήριζε η ίδια – οπότε ενισχύεται ο εγωϊσμός, η φιλαυτία, το πείσμα και κυριαρχεί η περηφάνεια.
Γερόντισσα Μητροδώρα η έγκλειστη (1928 – 2000): Η Μητροδώρα γεννήθηκε το 1928 στο χωριό Λάσα της Επαρχίας Πάφου. Από μικρή είχε μία χάρη επάνω της και διακρινόταν για την αθωότητά της. Ήταν μια ευλογημένη ψυχή, τελείως απονήρευτη. Είχε βαρυκοΐα από νέα. Η αθωότητά της σε συνδυασμό με την βαρυκοΐα της έδωσαν το «πιστοποιητικό» της χαζής, πράγμα που την βόλευε για να κινείται άνετα και όπως ήθελε. Έλεγε στην ξαδέλφη της Γεωργία: «Με είχαν για χαζή. Οι γονείς μου ήθελαν να με παντρέψουν, εγώ δεν ήθελα να παντρευτώ. Έπαιζα τέλεια την χαζή και δεν παντρεύτηκα». Ο δρόμος της αγαμίας ήταν επιδίωξη της συνειδητή.
Μετά την κοίμηση των γονιών της και την αποκατάσταση των αδερφιών της, η Μητροδώρα έμεινε κατάμονη σ’ ένα μεγάλο πετρόκτιστο σπίτι, του οποίου η αυλή περιβαλλόταν από ψηλό μαντρότοιχο, κι έτσι, κανένας δεν μπορούσε ούτε να μπει στο σπίτι, ούτε και να το δει. Της άρεσε να βρίσκεται μόνη στο σπίτι της μαζί τα λιγοστά ζώα που είχε, γιατί αυτό της έδινε την ευκαιρία να μένει μόνη με το Θεό, να μελετά και να προσεύχεται. Ζούσε σαν έγκλειστη, ντυμένη με μαύρα ρούχα και με μαύρο μαντήλι στο κεφάλι της που την έκανε να φαίνεται γριά. Το πρόσωπο της ήταν φωτεινό και πολύ γλυκό, σαν να μύριζε αγιότητα. Ήταν ελκυστική και επιζητούσαν οι γυναίκες την συντροφιά της, αλλά αυτή προτιμούσε να μένη μόνη της με τον Θεό και τα ζώα της στην εγκλείστρα της.
Παρόλο που ήταν ολιγογράμματη, καθημερινά μελετούσε την Αγία Γραφή και πνευματικά βιβλία, για να μάθει το Λόγο του Θεού. Τα βιβλία τα προμηθευόταν από ένα γνωστός, ο οποίος απορούσε πως τα διάβαζε τόσο γρήγορα. Κάποτε της έδωσε τα Ασκητικά του Αβά Ισαάκ του Σύρου, αλλά είχε ενδοιασμό μήπως δεν κατανοήσει τα νοήματα του βιβλίου. Όταν το διάβασε, είπε πως ήταν το καλύτερο βιβλίο και της άρεσε περισσότερο απ’ όλα που είχε διαβάσει.
Χαιρόταν πολύ όταν ερχόταν η Κυριακή και πήγαινε στην Λειτουργία. Επειδή το χωριό της ήταν μικρό και δεν γίνονταν συχνά Ακολουθίες και Λειτουργίες, πολλές φορές πλήρωνε τον ιερέα για να κάνει Αρτοκλασία και Λειτουργία. Ήταν η διακόνισσα του ναού του χωριού της και ο ιερέας την εμπιστευόταν πολύ.
Κοινωνούσε τακτικά κι όταν μερικοί την συμβούλεψαν πως δεν χρειάζεται συχνή Θεία Κοινωνία, είπε με παράπονο: «Δεν μπορώ να πάω στην Λειτουργία, να βγει ο Χριστός και να μην κοινωνήσω, θα έρθω σπίτι και θα κλαίω. Με την θεία Κοινωνία αγιάζεσαι, αγιάζεται το κορμί σου. Δεν γίνεται να μη κοινωνήσω». Και συνέχισε να κοινωνεί με την ευλογία του Πνευματικού της, με καλή προετοιμασία και πολλή ευλάβεια. Μερικές φορές έλεγε: «Όταν κοινωνήσεις, ύστερα δεν πεινάς». Γι’ αυτό, όταν κοινωνούσε αργούσε πολύ να φάει, γιατί δεν αισθανόταν πείνα.
Εμπειρίες χάριτος της Γερόντισσας Μητροδώρας
Όταν εξομολογήθηκε και της διάβασε την ευχή ο Πνευματικός, ευωδίασε ολόκληρη. Ήταν η ίδια ένα άγιο λείψανο που ευωδίαζε. Στο σπίτι της τις νύχτες έβλεπε φως. Γέμιζε το δωμάτιο της φως. Όταν την ρωτούσε γνωστός της γι’ αυτές τις υπερφυσικές εμπειρίες της, κρυβόταν και απαντούσε ότι δεν είναι καλό να τα λέμε αυτά.
Είχε πολλά δάκρυα και όταν μιλούσε για πνευματικά θέματα έκλαιγε. Συχνά έλεγε ότι η Παναγία μας είναι θαυματουργή. Όταν την ρώτησε έμπιστο της πρόσωπο αν είδε καμμιά φορά την Παναγία, χαμογέλασε και δεν απάντησε. Στην επιμονή του είπε, «ναι». Μετά την ξαναρώτησε: «Μία φορά ή πολλές;», και απάντησε, «πολλές».