Νιώθω μεγάλη τιμή και ευχαρίστηση, που παρουσιάζω, το διαλεκτό και εξέχων σε πνευματική ωφέλεια έργο, του αγιορείτη Γέροντα και σεβαστού μου Πατέρα Μωϋσή, «Μέγα Γεροντικό ενάρετων αγιορειτών του 20ου αιώνος». Ο φιλοκύπριος μοναχός – ο Γέροντας επισκέφθηκε την Κύπρο πολλές φορές, για ομιλίες και συνέδρια και την αγάπησε – είναι από τους γνωστότερους και πολυγραφότερους σύγχρονους συγγραφείς της Αθωνικής Πολιτείας, με πολυσχιδές, θρησκευτικό συγγραφικό έργο. Ένα κομμάτι του έργου του, όχι ευκαταφρόνητο, αγκαλιάζει και την ιδιαίτερη μας πατρίδα, με αρκετά πονήματα και άρθρα, να αποτελούν καρπό των φιλότιμων ερευνητικών προσπαθειών του. Ένα μεγαλύτερο μέρος της συγγραφικής δραστηριότητας του φιλόπονου και φιλάρετου μοναχού, σχετίζεται με την αγιορείτικη προσωπογραφία, την οποία γνωστοποιεί, ιδιαίτερα μέσα από το τελευταίο τρίτομο έργο του.
Ο συνετός Γέροντας Μωυσής, είναι μια χαρισματική μορφή, ένας πνευματικός άρχοντας, με έκδηλα ψυχικά γνωρίσματα τη σωφροσύνη, την πραότητα, την καλοσύνη, την αγάπη. Είναι μια, από τις ακριβότερες κληρονομιές του σύγχρονου αγιορείτικου μοναχισμού. Δέντρο βαθύριζο στην αγιορείτικη γη, πλατύφυλλο και δροσερό, με συνεχή, άφθονη, μα προπαντός ποιοτική καρποφορία, έρχεται τώρα, να προσφέρει στο χριστεπώνυμο πλήρωμα της Εκκλησίας, ένα πολύμοχθο, ανεκτίμητης αξίας, διαχρονικό έργο, μέσω του οποίου, μας μεταφέρει το άρωμα της ορθόδοξης πνευματικότητας, που τόσο πολύ την έχουμε ανάγκη σήμερα, μιας και βρισκόμαστε αντιμέτωποι με πολλά αδιέξοδα. Σε τέτοια περίοδο, ο καλοκάγαθος Γέροντας, έρχεται με τρία καλάθια γεμάτα μεστωμένους, ωφέλιμους, γλυκείς και θεραπευτικούς καρπούς, πιστεύοντας ότι με αυτούς, πολλές ψυχές θα ωφελήσει. Και τους παραδίνει, ταυτιζόμενος με το λόγο του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου: «οὐδείς καρπός ἀνάγκης, ἀλλά πᾶς μισθός προαιρέσεως, οὐ γάρ λογίζεται ὁ Θεός τά ἐξ ἀνάγκης, ἀλλά τά ἐκ προαιρέσεως κατορθούμενα». Δηλαδή, καμιά πράξη που γίνεται καταναγκαστικά δεν ανταμείβεται, αλλά ανταμείβεται απόλυτα η προαίρεση. Καλή του προαίρεση, του άοκνου εργάτη του Αμπελώνος του Θεού και των ιερών Γραμμάτων, Γέροντος Μωυσή και όντως ο Θεός, αυτές τις πράξεις λογαριάζει.
Χρόνια τώρα, ενδιατρίβει συστηματικά στα ελληνικά χριστιανικά Γράμματα, δημιουργώντας και προσφέροντας, πάντα καλοπροαίρετα. Ως συγγραφέας, δίνει καθημερινά από τα ψυχικά του αποθέματα στους φιλομαθείς χριστιανούς συνανθρώπους μας. Του αρέσει να χαρίζει αγάπη και χαρά, να δίνει κουράγιο και στήριξη, είτε κοντά βρίσκεται, είτε μακριά. Ο ίδιος πέρασε από αρκετά στάδια στη ζωή του, με κοσμικά πάντα κριτήρια, και καλά και κακά. Υπέφερε και πόνεσε όπως πολλοί. Με υπομονή και σιγουριά όμως, εμπιστεύτηκε την υγεία και τη ζωή του στον Παντοδύναμο Θεό. Χρόνια τώρα, την αρρώστια, τη θεωρεί ως μέσο άσκησης της αρετής. «Ὕλην ἀρετῆς ποιοῦ την ἀσθένειαν», νουθετεί ο Μέγας Βασίλειος. Καλογεύτηκε τον πόνο, αλλά και τον καλοδέχθηκε, τον συνήθισε, μαζί του εξοικειώθηκε. Ούτε τον βαρέθηκε ούτε και τον φοβήθηκε και, μέσα από αυτόν, αναγεννήθηκε. Ο πόνος τον δυνάμωσε και τον ωρίμασε πνευματικά. Ποια μεγαλύτερη ευλογία στους ανθρώπους, να καταφέρουν κι αυτόν ακόμα τον πόνο, να τον αγαπούν! Ευτυχισμένοι είναι οι άνθρωποι, που έχουν συνηθίσει να πονούν, να ξεπερνούν τον πόνο τους και να ξαναπονούν. Γιατί οι πόνοι, μπορεί να νικούνε τους αδύνατους, μα πάντα δυναμώνουνε τους δυνατούς.
Ο Θεός να φυλάει και να δυναμώνει τον Γέροντα Μωυσή. Με το έργο του ωφελεί και φωτίζει, φρονιματίζει και παραδειγματίζει, μα πιο πολύ μας συγκινεί. Μέσα, στις πέραν των 1600 σελίδων του τρίτομου έργου του, με τον τίτλο «Μέγα γεροντικό ενάρετων Αγιορειτών του εικοστού αιώνα», παρουσιάζονται οι κύριες πτυχές της ασκητικής ζωής και πνευματικής εμπειρίας, 438 άξιων, δικαίων και επαινετών Πατέρων, που διέλαμψαν καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα.
Αναμφισβήτητα, το ογκώδες «Αθωνικό Γεροντικό», αποτελεί σημαντικό σταθμό στην ιστορική καταγραφή των σύγχρονων Αγιορειτών Πατέρων, η δε διάνθισή του, με μοναδικό φωτογραφικό υλικό εποχής, συμβάλλει στην καλύτερη γνώση της αγιορείτικης προσωπογραφίας. Με κείμενα καλογραμμένα, σε ύφος γλαφυρό και ποιητικό – χαρακτηριστικό άλλωστε γνώρισμα του συγγραφικού έργου του Γέροντα – με πλούσιο, μεστό μηνυμάτων λεξιλόγιο, με την παράθεση ελάχιστων βιογραφικών των προσωπογραφούμενων γερόντων, μα περισσότερο άγνωστων πτυχών του πνευματικού τους αγώνα, με αξιόλογα σημεία ιστορικής πληροφόρησης, με ενδιαφέρουσες περιγραφικές εικόνες από την όμορφη Αθωνική φύση, ο ταπεινός συγγραφέας, κρατώντας τον αναγνώστη από το χέρι, τον οδηγεί από μοναστήρι σε μοναστήρι, από Σκήτη σε Σκήτη, Καλύβα σε Καλύβα, Κελί σε Κελί, φανερώνοντας του, μέσα στην ολοφάνερη υλική φτώχεια, τον αφανή πνευματικό πλούτο που έκρυβαν οι ένοικοί τους. Στην παρουσίαση των προσωπογραφούμενων ασκητών, τονίζονται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ενός εκάστου, τα οποία συλλέγηκαν με μεγάλο κόπο και υπομονή, με έρευνες και προσωπικές συνεντεύξεις, χωρίς επαναλήψεις και περιττολογίες, γεγονός, που καθιστά το έργο μοναδικό, βοηθώντας ουσιαστικά τον μελετητή να γνωρίσει τις ιδιαιτερότητές τους. Η ακρίβεια των πληροφοριών του συγγραφέα με βιβλιογραφία για τον καθένα, τον καθιστά δεοντολογικά σωστό. Και μάλιστα βιβλιογραφία, προερχόμενη κυρίως από γνωστούς και άγνωστους αγιορείτες συγγραφείς, που είδαν, γνώρισαν και αρκετοί έζησαν από κοντά τους ενάρετους Γέροντες.
Δίπλα από τα συγγραφικά κείμενα παρατίθενται ασπρόμαυρες φωτογραφίες των Πατέρων, σε κάποιες περιπτώσεις ομαδικές φωτογραφίες μοναστικών Αδελφοτήτων ή συνοδειών και ορισμένες, με μοναχούς εν ώρα διακονήματος. Στις φωτογραφίες βλέπουμε πρόσωπα μειλίχια, ευτυχισμένα, ταπεινά, ειρηνικά. Μορφές εξαϋλωμένες από την ευχή, την προσευχή, τη νηστεία, τις μετάνοιες, τις αγρυπνίες, πρόσωπα των ογδόντα και ενενήντα χρόνων, απομακρυσμένα από την αμαρτία, με έκδηλη την απλότητα και την αφέλεια που κουβαλούσαν μια ζωή από τα παιδικά τους χρόνια, πρόσωπα, που εκπέμπουν φως. Σώματα ατιμέλητα, ταλαιπωρημένα, καμπουριασμένα, φτωχικά ενδεδυμένα, μα πλούσια πνευματοφορημένα, γεροντάκια ανήμπορα που φαίνονται αγιασμένα, με το κομποσχοίνι ή ένα βιβλίο στο χέρι, να κάνουν αυτό, που στην ψυχή τους συμφέρει.
Η πρόθεση του συγγραφέα είναι ευδιάκριτη σε κάθε σελίδα του έργου. Δεν προβάλλει τους βιογραφούμενους, αλλά τους συνεχείς, τίμιους και καθαρούς αγώνες τους, με σκοπό, καθώς σημειώνει ο ίδιος στην εισαγωγή της επίπονης εργασίας του, ν’ αγαπήσουμε όλοι, πατέρες και αδελφοί, περισσότερο τον Πανάγαθο Θεό, τον πλησίον, την άσκηση, την αρετή και τη μετάνοια. «Μη μείνωμε έξω του νυμφώνος Χριστού» τυρβάζοντες και μεριμνούντες περί πολλά. Να ενδιαφερθούμε πιο ζωηρά και γενναία για τη σωτηρία της αθάνατης ψυχής μας, για την οποία ο Κύριος γεννήθηκε, δίδαξε, σταυρώθηκε, αναστήθηκε, αναλήφθηκε κι έπεμψε το Πανάγιον Πνεύμα. Ορθά εκφράζεται ο θεοφιλής Γέροντας Μωυσής, ότι η τύρβη και η μέριμνα περί των πολλών, μας στερεί το στεφάνι της Βασιλείας του Θεού. Γι’ αυτό, οι μοναχοί αγωνίζονται για σωτηρία της ψυχής και αφήνουν στην πρόνοια του Θεού, κάθε βιοτική μέριμνα. Όλη η ζωή τους, είναι ένας αγώνας αποφυγής των παγίδων ανάμεσα στις οποίες καθημερινά περπατούν, γιατί όποιος δουλεύει στον Κύριο, ετοιμάζει την ψυχή του στον πειρασμό. Και τον αποφεύγουν με την αδιάλειπτη προσευχή, την μακαρία υπομονή, την αδιάκριτη υπακοή.
Ανάμεσα στις εκατοντάδες Πατέρων, συμπεριλαμβάνεται και η ενάρετη παρουσία συμπατριωτών μας Αθωνιτών, αρχής γενομένης από τον στυλοβάτη του κυπριακού κοινοβιακού μοναχισμού, Γέροντα Διονύσιο, τον εραστή της ησυχίας και της μοναξιάς, τον άριστο αγιογράφο, που έμαθε την ιερή τέχνη στα Καυσοκαλύβια, την μετέφερε στην Κύπρο και την δίδαξε σε μοναχούς, για ν’ αποτελέσει γι’ αρκετές δεκαετίες, το βασικότερο εισόδημα της Ιεράς Μονής Σταυροβουνίου. Ο εκ του Αγίου Όρους επαναπατρισθείς μοναχός, έφερε μαζί του αγιορείτικη πνευματική μαγιά, πού σαν σίδερο μέσα στο μπετόν, θα κρατεί γερά την ορθόδοξη παράδοση στον μέλλοντα αιώνα. Με τον φωτισμό του Θεού, την Χάρη του Αγίου Πνεύματος, τις πρεσβείες της Θεοτόκου και τις ολονύκτιες προσευχές του, ὁ αξιομακάριστος Γέροντας, πέτυχε να κρατήσει άσβεστο, το για χρόνια τρεμοσβησμένο φως του καντηλιού του Σταυρού του Θεοκρέμμαστου και να καταστήσει το μοναστήρι πυξίδα πνευματική, για όσους επιζητούν το φως το αληθινό, το άσβεστο και αιώνιο. Συνεχίζοντας με τους συμπατριώτες μας Πατέρες, που καταγράφονται στο πόνημα του Γέροντα Μωυσή, παρουσιάζουμε τυχαία ακόμα μερικούς. Τους αυτάδελφους Βαρνάβα, Καλλίνικο και Γρηγόριο από το Καϊμακλί. Κατά την αναφερόμενη περίοδο, δηλαδή κοντά στα τέλη του 19ου αιώνα, περί τα δεκαπέντε άτομα, νέοι και νεάνιδες, όλοι από το Καϊμακλί, μια κοινότητα τότε, στην οποία κάθε σπίτι ήταν και μια κατ’ οίκον εκκλησία, άφησαν την «μένουσαν πόλιν, πρός ἀναζήτηση της μελλούσης». Για τον παπά Κυπριανό, που σαν μέλισσα τρύγησε άφθονη πνευματική γύρη από το δροσερό ανθώνα του Άθωνα, με την οποία έφτιαξε το μέλι του, πού αργότερα, με αγάπη και χαρά το πρόσφερε σε πικραμένες ψυχές και γλύκανε τον πόνο τους. Με την επιστροφή του στη Μονή της μετανοίας του, εξομολογεί, νουθετεί και καθοδηγεί εκατοντάδες πονεμένους και ταλαιπωρημένους χριστιανούς πού φτάνουν κοντά του απ’ όλα τα μέρη του νησιού. Στύλος πνευματικός, γίνεται στήριγμα και βοήθεια των αδυνάτων. Προσφέρει αγάπη, παρηγοριά, ελπίδα και δύναμη. Όσοι κοπιώντες και πεφορτισμένοι τον επισκέπτονται, αφήνουν στο κελί του τα βάρη τους. Φεύγουν ξαλαφρωμένοι από τον Γέροντα και εμποτισμένοι με το ΄΄μέγιστον φάρμακον της πίστεως΄΄. Αυτό πού θα ενεργήσει να ορθοποδήσουν, να παλέψουν και να αντεπεξέλθουν στις ποικίλες δυσκολίες της ζωής. Αναφέρεται στον ιερομόναχο Σάββα Σταυροβουνιώτη, με παρότρυνση του οποίου, οι τρεις αδελφές του και μια ανεψιά του, εγκαταβίωσαν σε μοναστήρια. Είναι αλήθεια ότι, σε κάποιες περιπτώσεις, ο πόθος για μοναχική ζωή καλλιεργείται μέσα στους κόλπους της οικογένειας. Ο Μέγας Αθανάσιος όταν αναχώρησε στην έρημο για μοναχική ζωή, πήρε και την αδελφή του σε Παρθενώνα. «Τὴν δὲ ἀδελφὴν παραθέμενος γνωρίμοις καὶ παπαῖς παρθένοις, δοὺς τὲ αὐτὴν εἰς παρθενώνα ἀνατρέφεσθαι…» Το ίδιο έπραξαν και άλλοι Μεγάλοι ερημίτες, όπως ο Μέγας Αντώνιος και ο κορυφαίος του μοναχισμού Παχώμιος. Ο τελευταίος μάλιστα, ίδρυσε μοναστήρι στο οποίο εισήλθε η αδελφή του Μαρία, μαζί με άλλες θεοσεβείς, ενάρετες παρθένες. Πάρα πολλές είναι οι περιπτώσεις αυτάδελφων μοναχών, για τις οποίες διαβάζουμε στο Μέγα Γεροντικό. Κάθε φορά που παίρνω στα χέρια μου τον β΄ τόμο του έργου του Γέροντα, αφήνω για μερικά λεπτά το βλέμμα μου, σε μια φωτογραφία στη σελίδα 773, που φέρει την ακόλουθη λεζάντα: Η Γερόντισσα Άννα, μετά των υιών της, Αμφιλόχιου, Ιερεμίου, Διονυσίου και Ησαΐου ιερομονάχων. Μια ολόκληρη οικογένεια αφιερωμένη στο μοναχισμό.
Η παρουσία Κυπρίων μοναχών στον Άθωνα, χρονολογείται από την περίοδο ίδρυσης της πρώτης αγιορείτικης Ιεράς Μονής, της Μεγίστης Λαύρας. Όταν κατά τον 10ο αιώνα, ο Όσιος Αθανάσιος Αθωνίτης επισκέφθηκε την Μεγαλόνησο, κατά την επιστροφή του πήρε μαζί του στον Άθωνα τον Κύπριο μοναχό Πέτρο. Φαίνεται πως ο Όσιος, έφτασε στην αγιόνησο με φωτισμό του Θεού, για να την αγκαλιάσει και να φανερώσει στους χριστιανούς κατοίκους της, το μονοπάτι που οδηγεί στο Περιβόλι της Θεομήτορος. Ένα μονοπάτι, που με την πάροδο του χρόνου πλάτυνε και παρέμεινε μονόδρομος, για τους συμπατριώτες μας εραστές του μοναχισμού. Τον Πέτρο, ακολούθησε μια πλειάδα Κυπρίων μοναχών, σε σημείο που στις μέρες μας, κατά τη φράση του μακαριστού λόγιου Γέροντος Θεόκλητου Διονυσιάτη, «Εκύπρισεν το Άγιον Όρος.»
Τα τελευταία χρόνια, βλέπουν το φως της δημοσιότητας αρκετά βιβλία και περιοδικά, με αθωνείτικα θέματα, δίνοντας έτσι την ευκαιρία σε φιλομόναχους και φιλάρετους χριστιανούς, που δεν έχουν την ευκαιρία να πατήσουν τα καθαγιασμένα αγιορείτικα χώματα, να κάνουν έστω και μια νοερή περιδιάβαση στη χερσόνησο, να χαρούν και να θαυμάσουν τις φυσικές ομορφιές της και να οσφρανθούν ευωδία πνευματική, από τις ζωντανές παρουσίες της. Αυτές, που μαζί με την Παναγία, την καρδία του Αγίου Όρους, το κρατούν ολοζώντανο, στην βαριά αλυσίδα του χρόνου.
Γενικότερα, με το κεφάλαιο του μοναχισμού, με το οποίο επισταμένως ασχολείται από τη νεότητά του ο Γέρων Μωυσής, καταπιάστηκαν σε μελέτες και έργα τους, Άγιοι Πατέρες της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Όσιοι Γέροντες και Γερόντισσες, Λόγιοι ανώτεροι και ανώτατοι κληρικοί, καθώς και αρκετοί περισπούδαστοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς, οι οποίοι, μέσα από τα εμπεριστατωμένα πονήματά τους, δίνουν σημαντικά και ενδιαφέροντα στοιχεία για την μοναχική ζωή και την διαχρονική εξέλιξή της, ικανοποιητικά ώστε, να σχηματίσει ο αναγνώστης, μια γενική εικόνα, γύρω από το θεοφιλές και προσφιλές θέμα, του επίγειου ισαγγελικού βίου. Όμως, όπως εμπειρικά και εύστοχα παρατηρεί και σημειώνει, ο μακαριστός ηγούμενος της Ιεράς Μονής Σταυροβουνίου, άγιος Γέροντας Γερμανός, «τον μοναχισμό εἶναι ἀδύνατον να τον γνωρίση κάποιος από τα βιβλία. Μόνο μέσα από την κοπιαστική, ασκητική, προσωπική εμπειρία μπορή να τον γνωρίση». «Γεύσασθε και ἴδετε….», καθώς λέει και ο Ψαλμωδός. Γι’ αυτό, είναι καλοδεχούμενα και ιδιαίτερα προτιμητέα, τα έργα που γράφονται από μοναχούς και προβάλλουν το μοναχικό έργο. Για την αξία των μοναστηριών και την προσφορά τους, γράφτηκαν αρκετά. Σημειώνουμε ένα μικρό κείμενο του κορυφαίου Ελλαδίτη αγιογράφου και καταξιωμένου συγγραφέα Φώτη Κόντογλου: «…εκεί που λείψανε τα μοναστήρια, ξεράθηκε και η ευσέβεια των ἀνθρώπων, κι όπου υπάρχει αληθινή μοναχική ζωή και μοναστήρια με ευσεβή παράδοση, εκεί θάλλει η Ορθοδοξία και η πνευματικότητα…»
Στον Άθωνα οι μοναχοί εκτός από τη γη, καλλιεργούν αδιαλείπτως και την πνευματικότητα. Κάποιοι εξ αυτών, αν και υπήρξαν ολιγογράμματοι, κατά την κοσμική παιδεία τους, με την πολύχρονη μελέτη της Αγίας Γραφής και των Πατερικών συγγραμμάτων, τις καλοζυγισμένες νουθεσίες του Γέροντα, τις συνεχείς προσευχές και παρακλήσεις τους στο Θεό και την Μεσίτρια Θεοτόκο, γίνονται δοχεία της Χάριτος και με τον ψυχοφελή και σωτήριο λόγο τους, προκαλούν τον θαυμασμό φιλοσόφων και διανοουμένων. Τέτοιες αγιορείτικες μορφές διαδέχονται η μια την άλλη μέσα στις σελίδες του «Μέγα Γεροντικού». Με συγκίνηση διαβάζουμε και ξαναδιαβάζουμε τα καλογραμμένα κείμενα. Παρουσιάζουμε μερικά, που αφορούν γνωστές οσιακές μορφές, και κάποια λιγότερο γνωστών ασκητών, του Θεοτοκοπροστάτευτου Άθωνα.
Αρχίζουμε με τον Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή, τον φωτεινό και μυρωμένο από την προσευχή ασκητή. Από τους κόπους του, όλο το σώμα του είχε γίνει μια πληγή. Σε μερικές πληγές στην πλάτη του, χωρούσε ένα λεμόνι. Ήταν αυστηρός για τον εαυτό του μα επιεικής για τους άλλους. Στάθηκε ένας από τους στερνούς νηπτικούς πατέρες της εποχής μας.
Ο Γέρων Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης, ένας των πλέον γνωστών, προορατικών και διορατικών Γερόντων, κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Παρελθόν και μέλλον, τού γίνονταν παρόν. Έβλεπε μακριά, κάτω από τη γη, στη θάλασσα και τον ουρανό. Είχε άπειρες γνώσεις, μεγάλη σοφία, βιωματική εμπειρία. Επρόκειτο περί σπανίου, αξιοθαύμαστου και πολυτάλαντου Γέροντος, του οποίου η προσευχή θαυματουργούσε.
Ο Γέρων Παΐσιος αγιορείτης, ο οποίος νουθέτησε και καθοδήγησε πολλούς ανθρώπους που κατέφυγαν στα πόδια του και πιστεύουμε ότι το ίδιο κάνει και μετά την οσιακή του κοίμηση. Έδινε μεγάλη σημασία στους λογισμούς, για τους οποίους έλεγε: Να φτιάξουμε ένα εργοστάσιο καλών λογισμών, γιατί πολλοί λογισμοί είναι δαιμονοκίνητοι και θέλουν να μας διαστρέψουν. Εμποδίζουμε το έργο του Θεού στην ψυχή μας με τους άπρεπους λογισμούς. Αυτός που φυλάει μέσα του αγαθούς λογισμούς δεν έχει να χάσει ποτέ.
Ο Αρχιμανδρίτης Σωφρόνιος Σαχάρωφ, το πνευματικό φαινόμενο, κατά τον μαθητή του Ζαχαρία, ο Γέροντας που αποτελεί σημείο του Θεού για τη γενεά του. Έζησε την τραγωδία, τις ανησυχίες, τους προβληματισμούς και τις αναζητήσεις του πολυτάραχου 20ου αιώνα, και με τη ζωή, την προσευχή και το λόγο του, έδωσε απαντήσεις στα φλέγοντα ερωτήματα των συγχρόνων του.
Ο Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, ο χαρισματούχος υποτακτικός, ο οποίος διακρίθηκε και χαριτώθηκε στην υπακοή. Δεν διάβασε μόνο τους Πατέρες της Εκκλησίας, αλλά τους ακολούθησε και εφάρμοσε με ακρίβεια στη ζωή του, τη διδασκαλία τους. Όταν κάποτε του είπε κάποιος ότι τον θεωρούν άγιο, απάντησε: «Με στενοχωρεί να βλέπω ανθρώπους να θεοποιούν συνανθρώπους τους και χριστιανούς να απαιτούν από σένα να γίνεις κοσμοδιορθωτής. Δεν βρίσκομαι σε σχέση εχθρότητας με τους ανθρώπους που περνούν από εδώ, αλλά κάτι που ο ίδιος χρειάζομαι και που ίσως κι αυτοί για το ίδιο να ψάχνουν, είναι η σιωπή και η ησυχία.»
Για τους λιγότερο γνωστούς ασκητές, πήραμε κάποια κείμενα στην τύχη, τα οποία και μεταφέρουμε:
Ο Ρώσος μοναχός Ιννοκέντιος Σεραγιώτης, κληρονόμησε χρυσορυχεία από τον πατέρα του, αλλά αντί να τα εκμεταλλευθεί, εφάρμοσε πιστά τα λόγια του Κυρίου. Πούλησε τα υπάρχοντά του, έδωσε τα χρήματα στους φτωχούς και μπήκε σε μοναστήρι. Αναφέρουμε τον Σέρβο ιερομόναχο Νικάνωρ Χιλανδαρινό, άνθρωπο σοβαρό και σπουδαίο, βαθιά πνευματικό και κατανυκτικό, που ήξερε να συγκεντρώνεται, να σκύβει μέσα του, να σκάβει, να μέμφεται τον εαυτό του, να χαίρεται την καλογερική ζωή. Έμπαινε πρώτος στο ναό κι έβγαινε τελευταίος. Αγαπούσε πολύ τα βιβλία και τους συγγραφείς και χαιρόταν να δίνει χρήματα να τυπώνονται ψυχοφελή βιβλία.
Το μοναχό Αρσένιο Γρηγοριάτη που έλεγε: Όταν πάμε στον παράδεισο, έχουμε να ιδούμε τρεις εκπλήξεις. Πρώτα – πρώτα θ’ αναρωτηθούμε: Εγώ στον παράδεισο; Δεύτερον, θα βρούμε ανθρώπους που δεν ελπίζαμε να τους ιδούμε. Και τρίτον, δεν θα ιδούμε άλλους, που περιμέναμε να δούμε.
Στο τρίτομο έργο του αγιορείτη Μωυσή, τα παραδείγματα αρετής και αγιότητας βρίθουν. Κρυφοχαιρόμαστε που έχουμε τα βιβλία μόνιμα δίπλα μας και όποτε θελήσουμε μετροφυλλούμε και διαβάζουμε τις σελίδες τους. Τις διαβάζουμε για να διδαχθούμε από τα ξεχωριστά παραδείγματα και την πολύμοχθη συνεχή άσκηση των αγαθών Πατέρων, να μάθουμε πώς να προετοιμαστούμε κι εμείς για το αιώνιο δικαστήριο, πώς ν’ απολογηθούμε ενώπιον του φοβερού βήματος. Οι πρεσβείες των αγίων Πατέρων να βοηθήσουν το μικρό δικό μας αγώνα, και να αξιωθούμε της επίσκεψης της θείας Χάριτος.
Κλείνοντας, συγχαίρουμε θερμά και ευχαριστούμε εγκάρδια, τον ακαταπόνητο αγιορείτη μοναχό Μωυσή, για τους γλυκείς και εύχυμους καρπούς της αγάπης και του ένθεου ζήλου του για τη μοναδική πολιτεία, στην οποία έχει την τύχη να κατοικεί, να αγωνίζεται, να δημιουργεί, να προσφέρει και να δέχεται τη Χάρη, της Χαράς της Οικουμένης, της Σωτηρίας του γένους των Χριστιανών. Γέροντα, σου ευχόμαστε ολόψυχα, να έχετε μονίμως, τα καλά του Θεού.